«Νιώθω ευγνώμων που ζει η μαμά μου και μπορώ να την καλώ 10 φορές τη μέρα...»

«Νιώθω ευγνώμων που ζει η μαμά μου και μπορώ να την καλώ 10 φορές τη μέρα...»

Είμαι κι εγώ μάνα, αλλά παίρνω τη μαμά μου τηλέφωνο άπειρες φορές τη μέρα. Όταν έχω τις μαύρες μου, όταν είμαι χαρούμενη, όταν έχω άγχος, ακόμα κι όταν απλά βαριέμαι.

Πολλές φορές, οι κουβέντες μας κρατάνε μερικά δευτερόλεπτα: «Πριν το ξεχάσω, να δεις αυτή τη σειρά!» ή «Ο μικρός έβγαλε εξανθήματα. Να τον πάω τον μικρό στον παιδίατρο;»

Άλλες φορές, της τηλεφωνώ όσο οδηγώ, πηγαίνοντας να πάρω ή να αφήσω το παιδί και της λέω τα πάντα για τη μέρα μου: που έκανε σαν τρελός ο γιος μου πριν φύγουμε από το σπίτι, που δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα, που έκαψα το φαγητό, και γενικά πράγματα που κανείς άλλος δεν θα νοιαζόταν να ακούσει. Μόνο εκείνη.

Κι εκείνη μου λέει τα δικά της. Λέμε τα παράπονά μας, ξεθυμαίνουμε. Μπορεί να μην πούμε κάτι σπουδαίο και κλείνουμε πάντα λέγοντας  «Άντε, τα λέμε», γνωρίζοντας πως θα μιλήσουμε ξανά αργότερα.

Δεν υπάρχει καμία υποχρέωση σε αυτές τις κουβέντες. Δεν υπάρχει «πρέπει». Είναι απλά η μάνα μου κι εγώ.

Και τώρα που έγινα κι εγώ μάνα, τη χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ. Γιατί όλα είναι πιο δύσκολα, όλα μετράνε πιο πολύ, κι εκείνη είναι το αποκούμπι μου.

Γι’ αυτό, ναι, την παίρνω τηλέφωνο συνέχεια και δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτό.
Γιατί ξέρω πως είναι ευλογία να έχεις κάποιον να του λες τα πάντα – ακόμα κι αν τελικά δεν λες τίποτα σημαντικό. 

Eλεύθερη μετάφραση από Living Full

v