«Ξέρω μαμάδες που τις γνώρισε ο πόνος και τους ψιθύρισε στο αφτί να κάνουν κουράγιο»

«Ξέρω μαμάδες που τις γνώρισε ο πόνος και τους ψιθύρισε στο αφτί να κάνουν κουράγιο»

Ξέρω μαμάδες που τις γνώρισε ο πόνος, που τους χάιδεψε τα μαλλιά, που τους ψιθύρισε στο αφτί χίλιες νύχτες να κάνουν κουράγιο, υπομονή, κάτι βράδια που αργούσε να ξημερώσει, με πνιχτή σιωπή και τον ήχο του μηχανήματος για την έγχυση φαρμάκων να έχει ρυθμιστεί με τον χτύπο της καρδιάς τους.

Ξέρω μαμάδες που ξεχάσαν το όνομα τους γιατί οι γιατροί και οι νοσοκόμες τις αποκαλούσαν «μανούλα» ή με το επίθετο του παιδιού τους. Έκανα μήνες να ακούσω το όνομα μου και όταν το άκουσα ξανά δεν ήμουν η ίδια.

Ξέρω μαμάδες που ζούσαν για μήνες σ' ένα δωμάτιο ογκολογικής, που άπλωναν το βουβό κορμί τους δίπλα στο σπλάχνο τους, που έκαναν μπάνιο, που έπιναν και έτρωγαν εκεί, που 24 ώρες πήγαιναν πάσο στη ζωή, τουλάχιστον έτσι όπως τη νόμιζαν.

Ξέρω μαμάδες που έδιναν και δίνουν δύναμη σε άλλες μαμάδες και πλέον τις αποκαλούν «αδελφές» τους, άνθρωποι που συναντήθηκαν σε μία κουζίνα, σε έναν παιδότοπο και οι ψυχές τους ακολούθησαν ένα δικό τους μονοπάτι.

Ξέρω μαμάδες που έδωσαν χρυσάνθεμα και ουρανό.

Ξέρω μαμάδες που έλεγαν και λένε την ευχή και κάνανε προσευχή, και τώρα απόμειναν ν' ανάβουν ένα καντηλάκι μπροστά από τη φωτογραφία του παιδιού τους για να νιώθουν ότι είναι και αυτό εδώ.

Ξέρω μαμάδες που ψάχνουν σημάδια σ' ένα σύννεφο, σ' ένα τραγούδι, σ' ένα βιβλίο, σ' ένα σκοπό, ψάχνουν να καταλάβουν για ν' αντέξουν, για να διώξουν τις ρυτίδες της απελπισίας.

Ξέρω μαμάδες που τις γνώρισε ο πόνος, τις γονάτισε. Άλλες σηκώθηκαν, άλλες προσπαθούν ακόμα. Και τα δύο ανθρώπινα.

Ξέρω μαμάδες και είναι πολλές και γονατίζω μπροστά τους, γιατί όλες μα όλες τις αγαπώ, άλλωστε είναι αλλιώτική η σιωπή με παρέα.

Ξέρω μαμάδες...

ΥΓ. Κι όπου η λέξη μαμάδες βάλτε και τη λέξη μπαμπάδες.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Κλειστόν λόγω πένθους» της Κατερίνας Σταματελάτου, από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς

v