«Πολλοί φίλοι και γνωστοί με ρωτούν τι πρέπει να κάνουν ώστε να νιώσουν ασφάλεια τα παιδιά τους μετά από ένα διαζύγιο. Μετά από πολλά λάθη και μια επώδυνη περίοδο, θα συμβούλευα τα ζευγάρια που θέλουν χωρίσουν να ΜΗΝ κάνουν τα παρακάτω:
Να επιμηκύνουν τον χρόνο του χωρισμού
Όταν η απόφαση μεταξύ δύο συζύγων για τον τερματισμό της γαμήλιας σχέσης τους είναι κοινή και τετελεσμένη, είναι προς συμφέρον όλων ένα διαζύγιο να ολοκληρώνεται όσο γίνεται πιο γρήγορα χωρίς περιττές αψιμαχίες και περαιτέρω εμπλοκή του παιδιού σε δυσάρεστες καταστάσεις ενώπιον τρίτων.
Όσο μετατρέπεται σε μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ εγωισμών, τόσο πιο δύσκολο είναι για ένα παιδί να κατανοήσει τους λόγους που το κατέστησαν απαραίτητο και να δει τα οφέλη του για τη ζωή του κάθε γονιού ξεχωριστά, πόσο μάλλον να διαχωρίσει τη θέση του απ’ τις αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτό και να μεγαλώσει απαλλαγμένο από αισθήματα τύψεων ή κατωτερότητας. Με λίγα λόγια, το παιδί βλέπει δύο ενήλικες να μην μπορούν να προχωρήσουν πέρα από ένα «λάθος» και σταδιακά νιώθει μέρος αυτού του «λάθους» με πιθανές μακροχρόνιες συνέπειες στην ψυχοσύνθεσή του και στη σχέση του μαζί τους.
Να βάζουν το παιδί ανάμεσά τους
Όταν ένα διαζύγιο παίρνει το δρόμο του, καλό είναι, οι δύο πλευρές να αποστασιοποιούνται και να μην ετεροκαθορίζονται απ’ την κόντρα με τον πρώην σύντροφο, η οποία -ειδικά, αν υπήρξε έντονη- δεν είναι εύκολο να μπει στο συρτάρι άμεσα και διά παντός.
Πρέπει, όμως, αφού σε κάθε άλλη περίπτωση οι πιθανότητες να μετατραπεί το παιδί σε «εργαλείο» επικράτησης επί του άλλου, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, αυξάνονται ραγδαία και οι, ούτως ή άλλως, ευαίσθητες ισορροπίες απειλούνται άμεσα με κατάρρευση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν πρέπει να γνωρίζει ότι οι όροι του χωρισμού δεν ήταν οι ιδανικοί, απλώς, είναι σημαντικό να βλέπει δύο ενήλικες να παραμερίζουν τις διαφορές τους μπροστά σε ένα πιο σημαντικό διακύβευμα από μια ήττα που υφίσταται μόνο στο μυαλό τους.
Να προσεγγίζουν διαφορετικά την ανατροφή του
Είναι αναμενόμενο ότι, ύστερα από ένα διαζύγιο, και οι δύο γονείς συνεχίζουν να νοιάζονται εξίσου για το παιδί τους και οι επιλογές τους γίνονται με γνώμονα το καλό του. Βέβαια, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος να είσαι καλός γονιός κι έτσι, οι μέθοδοι των δύο γονιών, τώρα που είναι ο καθένας μόνος του, μπορεί να διαφέρουν σημαντικά χωρίς ο ένας να υπερτερεί του άλλου σε κάτι.
Το πρόβλημα είναι ότι ένα παιδί δεν μπορεί να λάβει δύο διαφορετικές ανατροφές και να τηρήσει δύο διαφορετικά σετ κανόνων χωρίς αυτό να οδηγήσει σε συγκρούσεις με τους γονείς, αλλά και των γονιών μεταξύ τους. Καλό, λοιπόν, είναι να υπάρξει συνεννόηση των διαζευγμένων για τα πιο βασικά, έστω, σημεία της ανατροφής του παιδιού, ώστε αυτή να συνεχιστεί ομαλά, παρά τη διχοτόμηση της οικογενειακής ζωής του.
Να "αναθέτουν" στο παιδί την ψυχοθεραπεία τους
Αν τον καιρό του διαζυγίου κι έπειτα, το παιδί είναι ήδη σε ηλικία που κατανοεί καλύτερα μια σειρά από δύσκολες έννοιες που έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι πιθανό ένας γονιός να παρασυρθεί και να αναζητήσει σ’ εκείνο τη συναισθηματική στήριξη που χρειάζεται, ακόμη και συμβουλές που θα ήθελε ν’ ακούσει. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το παιδί μπορεί να φανεί πρόθυμο να παίξει το ρόλο του ψυχοθεραπευτή αναλαμβάνοντας την ευθύνη να βοηθήσει τον γονιό να σταθεί στα πόδια του, όμως αυτό δεν είναι το καλύτερο για το ίδιο.
Στην σχέση γονέα-παιδιού, ο ενήλικας είναι πάντα ο πρώτος κι είναι αυτός στον οποίο το παιδί ξέρει ότι μπορεί να βασιστεί όποτε τα βρει σκούρα, όπως π.χ. συμβαίνει πάντα στην εφηβεία. Έχοντας επιβεβαιωμένη την εικόνα ενός γονιού καταρρακωμένου και συναισθηματικά ασταθούς χάνει μία πολύ σημαντική "κολώνα" της ζωής του και οι ισορροπίες αλλάζουν με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Να αμελούν την προσωπική τους ζωή
Ο σκοπός ενός διαζυγίου, όταν δεν υπάρχουν συντριπτικές ή ακραίες συνθήκες, είναι συνήθως, οι δύο σύζυγοι να απεμπλακούν από μία σχέση που δεν λειτουργεί παραγωγικά για κανέναν και να ξαναστήσουν τη ζωή τους έτσι ώστε να είναι πιο ευτυχείς οι ίδιοι, αλλά και το παιδί τους.
Όντας ο αδύναμος κρίκος ενός χωρισμού, όμως, το παιδί μπορεί να γίνει για έναν γονιό απόλυτη προτεραιότητα, σε βαθμό που εκείνος να αμελήσει να δουλέψει επάνω στα προσωπικά του θέματα, μένοντας γαντζωμένος σε έναν άνθρωπο που, σταδιακά, θα διεκδικεί τον δικό του προσωπικό χώρο. Μία τέτοια σχέση εξάρτησης, επώδυνη μακροπρόθεσμα και για τα δύο μέρη, μπορεί να αποφευχθεί μόνο αν ο γονιός βρει την ισορροπία μεταξύ της φροντίδας του παιδιού και της φροντίδας του εαυτού του, επιτυγχάνοντας, έτσι, τον αντικειμενικό στόχο του χωρισμού του».