«Οι γιαγιάδες που λείπουν.
Οι γιαγιάδες μας πήγαιναν για μπάνιο νωρίς το πρωί.
«Πριν μας κάψει το λιοπύρι».
Φορούσαν το μαγιό τους (ολόσωμο μαύρο ή μπλε συνήθως), το αμάνικο πετσετέ φόρεμά τους (εμπριμέ ή ριγέ) και το πλατύγυρο καπέλο τους, και έβαζαν τα «σύνεργα» της παραλίας σε μια μεγάλη ψάθινη τσάντα: την πετσέτα τους, ένα θερμός με παγωμένο νερό, ένα ταπεράκι με λίγες φέτες καρπούζι ή πεπόνι ή ένα-δυο τσαμπιά σταφύλι και μερικά παξιμάδια, και το τελευταίο Ρομάντσο, μεταξύ άλλων.
Εμπαιναν στο λεωφορείο χαμογελαστές κι αν τύχαινε να έχουν πάρει κι εμάς μαζί τους, έκαναν παζάρια για το εισιτήριο. «Μισό κόψε για το παιδί! Μην το βλέπεις έτσι ανεπτυγμένο, κύριε εισπράκτορα, ούτε οκτώ χρόνων δεν είναι ακόμη…».
Οι γιαγιάδες μας έστρωναν την ψάθα τους κάτω από αλμυρίκια ή πεύκα. Φορούσαν τα πλαστικά παπούτσια και το σκουφάκι τους, με τα ανάγλυφα λουλουδάκια, βεβαιώνονταν ότι έχουμε βάλει σωστά τα μπρατσάκια μας κι έμπαιναν στη θάλασσα κρατώντας μας σφιχτά από το χέρι. Κολυμπούσαν στα ρηχά, έκαναν πηγαδάκια με τις φίλες τους, μιλούσαν χαμηλόφωνα όταν η κουβέντα γύριζε στο κουτσομπολιό, γελούσαν δυνατά. Και ποτέ δεν μας έχαναν από τα μάτια τους. «Μην ξανοίγεσαι, να πατώνεις!». «Βάλε το καπέλο σου, θα πάθεις ηλίαση!».
Οι γιαγιάδες μας γύριζαν στο σπίτι την ώρα που έπρεπε να πάρουμε το φαγητό από τον φούρνο. Γιουβέτσι ή κατσικάκι με πατάτες ή παστίτσιο ή γεμιστά που εκείνες είχαν φτιάξει –«για να ξεκουραστεί, επιτέλους, κι η μάνα σου»– σχεδόν αξημέρωτα. Εφτιαχναν σαλάτα, έκοβαν ψωμί, έβγαζαν τις μπίρες από το ψυγείο, γέμιζαν μια καράφα με νερό, έστρωναν τραπέζι για παιδιά και εγγόνια. «Θα ξαπλώσω λίγο, να ξεκουραστώ, και το απόγευμα θα πάμε για παγωτό. Αν είσαι καλό παιδί και δεν κάνεις φασαρία, θα σου πάρω και Μίκυ Μάους», έσκυβαν και μας έλεγαν συνωμοτικά καθαρίζοντάς μας ένα ροδάκινο ή ένα σύκο στο τέλος του γεύματος.
Οι γιαγιάδες μας έλεγαν ιστορίες συναρπαστικές, μας διάβαζαν παραμύθια, άκουγαν τα παράπονά μας. Σπάνια μας μάλωναν κι όταν η μαμά τύχαινε να βγάλει την παντόφλα για να μας φοβερίσει, έπειτα από κάποια δική μας σκανταλιά, εκείνες άνοιγαν σαν φτερούγες τα χέρια τους και μας έκλειναν σε αγκαλιές-φωλιές.
Χωρίς τις γιαγιάδες μας το παζλ του καλοκαιριού θα παραμένει ημιτελές. Οσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμη κι όταν κάποιοι γίνουν γιαγιάδες και παππούδες οι ίδιοι, ένα κομμάτι του πάντα θα λείπει. Θα το γεμίζουμε με αναμνήσεις, με νοσταλγία και με την αγάπη που, όσο αναπνέουμε, θα αισθανόμαστε για τις «δυο φορές μαμάδες μας».