«Κάποιο απόγευμα, με ρώτησες ''τι σημαίνει σ’ αγαπώ, τι σημαίνει αγάπη''. Κι αν σου μίλησα διστακτικά, ήταν γιατί δεν είχα μια απάντηση ντυμένη με τα αισθήματά της. Και σου είπα πως αγάπη είναι ελευθερία, εμπιστοσύνη, ζεστασιά… Μα αργότερα, αισθάνθηκα ψεύτης για τις μισές αλήθειες μου.
Γιατί το ν’ αγαπάς δεν σημαίνει πως θα σ’ αγαπούν. Δεν μοιάζει με τον έρωτα όπου κάποιο συναίσθημα περιμένει ανταπόκριση για να μεγαλώσει. Η αγάπη τρέφεται και φουντώνει μονάχη της, δεν ζητάει να πάρει, να κερδίσει. Μονάχα να δώσει.
Κουλουριάζεται στην αγκαλιά της καρδιάς και ζεσταίνεται με την ελπίδα.
Μα είναι και κτητική, δίχως να επιτρέπει ελευθερίες. Αν αγαπάς αληθινά, ανήκεις μονάχα σ’ έναν άνθρωπο. Κι όχι γιατί στο απαιτεί, αλλά επειδή στο ζητάει μόνη της η καρδιά σου.
Να τι είναι αγάπη. Ένα άγγιγμα, μια ματιά, μια αγκαλιά κι ένα φιλί.
Να πιάνεις το χέρι του αγαπημένου σου και να αισθάνεσαι πως στα χέρια σου κρατάς ότι πιο πολύτιμο έχεις αγγίξει, να τον κοιτάζεις στα μάτια κι από μέσα τους να βλέπεις τον κόσμο σαν παραμύθι. Να σου χαρίζει μια αγκαλιά, να του χαρίζεις χίλιες, να σου χαρίζει ένα φιλί κι εσύ, να του χαρίζεις τον παράδεισο.
Να φιλάς τα χείλη του, να φιλάς και την ψυχή του· να του χαρίζεις τα χέρια σου να πιάσει τη ζωή του.
Να τι είναι αγάπη. Να τι είναι το σ’ αγαπώ.
Να ξυπνάς το πρωί πλάι του και να μην μπορείς να τον αποχωριστείς· να ξυπνάς χώρια του και να ψάχνεις την πρώτη ευκαιρία να του πεις μια καλημέρα· να κλέβεις τις λέξεις του και να τις κάνεις υλικά για τις πιο όμορφές σου ιστορίες.
Και στην απουσία, να μετράς τα πιο μικρά λεπτά σαν να είναι μέρες·
Να περιμένεις το βράδυ για να τον ονειρευτείς ξανά στην αγκαλιά σου. Γιατί αγάπη δεν είναι το να βρίσκεσαι με κάποιον που μπορείς να μοιραστείς τη ζωή σου μαζί του. Είναι το να βρίσκεσαι μ’ έναν άνθρωπο που δεν μπορείς να ζήσεις χώρια του.
Γνωρίζεις ότι βρίσκεσαι να αγαπάς, μα δεν θυμάσαι το πώς έφτασες εκεί.
Κι αν νομίζεις πως μόνο μετά από χρόνια μπορεί κάποιος να ψιθυρίσει το σ’ αγαπώ, θα έλεγα πως κάνεις λάθος. Γιατί η αγάπη δεν χρειάζεται τον χρόνο για να δείξει τον εαυτό της. Τον χρειάζεται μονάχα για να τον αποδείξει.
Δεν σε νοιάζει αν θα πληγωθείς ή αν θα πονέσεις. Κάθε αγάπη είναι μοναδική, ακόμη και γι’ αυτούς που κάποια μοίρα τους χώρισε και σαν δυο χορδές στο ίδιο όργανο, μαζί ηχούν, μα ξέχωρα υπάρχουν. Μέχρι που μέσα στους καιρούς ανταμώνουν πάλι.
Κι ίσως εν τέλει αυτή να είναι η πιο αληθινή αγάπη. Να κλείνεις το φως, να ξαπλώνεις στο κρεβάτι και να ψιθυρίζεις «σ’ αγαπάω», ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κανείς να σε ακούσει…
Αντώνης Μιζαντζίδης»