Μην παίρνετε μέρος σε καυγάδες με το παιδί
Όταν το παιδί αρνείται να κάνει κάτι που ζητάτε ή να ακολουθήσει έναν κανόνα που έχετε θέσει, το πιθανότερο είναι πως δοκιμάζει τα όριά σας και προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση. Εάν εμπλακείτε σε έναν καβγά με φωνές, κλάματα και απειλές, στην καλύτερη περίπτωση ο αγώνας θα λήξει χωρίς νικητή και στη χειρότερη θα βγει κερδισμένο το νηπιάκι σας.
Για να αποφύγετε αυτή την κατάληξη, αποφύγετε με κάθε τρόπο τον καβγά! Στην ανάγκη πηγαίντε μια σύντομη βόλτα μέχρι να ηρεμήσετε κι όταν επιστρέψετε επαναλάβετε την επιθυμία σας στο παιδί σε ήρεμο τόνο. Εάν συνεχίσει να αρνείται και να φωνάζει, ρωτήστε το πώς αισθάνεται και προσπαθήστε να βρείτε μαζί μια μέση λύση που ικανοποιεί και τους δυο σας.
Η συγκεκριμένη τακτική μπορεί να μην έχει άμεσα αποτελέσματα, αλλά σταδιακά θα την δείτε να αποδίδει. Το παιδί θα σταματήσει να αντιδρά στα πάντα και, μέρα με τη μέρα, θα βρείτε έναν νέο κώδικα επικοινωνίας, στον οποίο δεν θα χωράνε πείσματα.
Αποφύγετε τις διαταγές και το αυστηρό ύφος
Όταν διατάζουμε κάποιον να κάνει κάτι, δεν του δίνουμε την ευκαιρία να σκεφτεί αυτό που του είπαμε. Αντίθετα, οι μόνοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να απαντήσει είναι είτε να υπακούσει είτε να μην υπακούσει! Ακόμα κι αν προσθέσουμε τη λέξη «παρακαλώ» στην πρόταση, η διαταγή παραμένει διαταγή.
Αντί να χρησιμοποιείτε εντολές, δοκιμάστε να χρησιμοποιήσετε φράσεις που εκφράζουν την επιθυμία ή την ανάγκη σας. Για παράδειγμα, πείτε «Χρειάζομαι πραγματικά να φορέσεις τα παπούτσια σου για να φύγουμε για το σχολείο». Μια άλλη τεχνική είναι η εξής: αντί να πείτε «Σκουπίστε το χαλί», πείτε «Υπάρχουν ψίχουλα στο πάτωμα».
Τηρείτε πάντα τις επιπτώσεις που υπόσχεστε
Οι γονείς συχνά κάνουν το λάθος να απειλούν τα παιδιά τους με επιπτώσεις που τελικά δεν εφαρμόζουν. Με αυτό τον τρόπο, τα διδάσκουν ότι δεν χρειάζεται να τους υπακούν, αφού οι επιπτώσεις μένουν πάντα στα λόγια.
Αντί να εκτοξεύετε κενές απειλές προκειμένου να σας υπακούσει το παιδί, ορίστε ξεκάθαρα όρια και θέστε επιπτώσεις που μπορείτε να υλοποιήσετε. Αντί να πείτε κάτι βαρύγδουπό όπως «αν δεν στρώσεις το κρεβάτι σου δεν θα ξαναβγείς από το σπίτι», προτιμήστε να πείτε «Αν δεν στρώσεις το κρεβάτι σου, δεν θα μπορέσουν να έρθουν οι φίλοι σου στο σπίτι για να παίξετε».
Η πρώτη επίπτωση είναι μη πραγματοποιήσιμη (το ξέρετε τόσο εσείς όσο και το παιδί), ενώ η δεύτερη είναι μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Αρκεί να επιμείνετε και να μην την πάρετε πίσω όταν θα αρχίσουν τα παρακάλια και τα κλάματα!
Όχι, δεν χρειάζεται να λέμε το ίδιο πράγμα 100 φορές!
Η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης, λένε, και είναι χαρά μας να επαναλαμβάνουμε σε ένα παιδί οδηγίες ή κανόνες μέχρι να τους εμπεδώσει. Εάν, όμως, αρχίζουμε να επαναλαμβανόμαστε απλά και μόνο επειδή το παιδί δεν υπακούει, τότε εκνευριζόμαστε., με αποτέλεσμα να καταλήξουμε σε έναν ανεπιθύμητο καβγά.
Το καλύτερο σε αυτή την περίπτωση είναι να πούμε στο παιδί αυτό που χρειαζόμαστε μία με δύο (άντε τρεις!) φορές, κι αν δεν μας υπακούσει, περνάμε κατευθείαν στην επίπτωση τις πράξης του. Παράδειγμα:
Βήμα 1ο: «Χρειάζομαι να στρώσεις το κρεβάτι σου τώρα γιατί όπου να' ναι έρχονατι οι φίλοι σου».
Βήμα 2ο: ««Αν δεν στρώσεις το κρεβάτι σου τώρα, δεν θα μπορέσουν να έρθουν οι φίλοι σου για να παίξετε»
Βήμα 3ο: τηλέφωνο στους φίλους για να ακυρώσεις την πρόσκληση. Ίσως ακούγεται σκληρό, αλλά είναι ο καλύτερος και πιο δίκαιος τρόπος να καταλάβουν ότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες, χωρίς να πληγωθούν από ενδεχόμενες φωνές και τιμωρίες των γονιών.
Κρατήστε χαμηλά... ντεσιμπέλ
Όταν υψώνουμε τη φωνή μας, τα παιδιά φοβούνται και νιώθουν ότι βρίσκονται σε κίνδυνο. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούν να εστιάσουν στα λόγια μας γιατί σκέφτονται πώς θα προστατευθούν, οπότε όχι μόνο δεν τους περνάμε το μήνυμα που θέλουμε αλλά παράλληλα τραυματίζουμε και τη μεταξύ μας σχέση.
Επιπλέον, όταν ακούν τον θυμό στη φωνή ενός γονέα, μπορεί να θυμώσουν και τα ίδια. Αντί για μια εποικοδομητική συζήτηση, λοιπόν, στην οποία και τα δύο μέρη κατανοούν την προοπτική του άλλου και συνεργάζονται για την εξεύρεση μια πιθανής λύσης, αντιμετωπίζουμε κλιμακούμενες φωνές και από τις δύο πλευρές.
Αντί να βάλετε τις φωνές, λοιπόν, γίνετε δημιουργικοί και καταλήξετε σε μια win win συμφωνία. Για παράδειγμα, αντί να αρχίσετε το καθημερινό τροπάρι για το διάβασμα που συνήθως καταλήγει σε μια μαμά να τσιρίζει κι ένα παιδί να κλαίει, δοκιμάστε να πείτε: «Τι θα έλεγες αν έπαιζες 20 λεπτά PlayStation πριν ξεκινήσεις διάβασμα; Θα είσαι πιο ξεκούραστος;». Ή, ακόμα καλύτερα, πείτε το αντίστροφο: «Αν συγκεντρωθείς και τελειώσεις στην επόμενη ώρα, θα σου μείνει χρόνος να παίξεις με το PlayStation πριν φύγουμε για το κολυμβητήριο».
Και για να επιστρέψουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, θα ξαναπούμε πως το παιδί που δεν ακούει με τίποτα είναι κατά βάθος ένα υπάκουο παιδί που είναι κατά βάθος ένα υπάκουο και ήρεμο παιδί αλλά δεν έχετε βρει τον κατάλληλο τρόπο για να επικοινωνήσετε μαζί του. Διατηρήστε την ψυχραιμία σας, λοιπόν, γίνετε δημιουργικοί και... βρείτε το κουμπί του!