Η γιαγιά μου γνώρισε τον παππού μου στα 15 της, όταν μετακόμισε με την οικογένειά της στην Κρήτη. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα σε ένα πανηγύρι και, σύμφωνα με τις διηγήσεις τους, δεν θα άφηναν τίποτα και κανέναν να μπει ανάμεσά τους.
Στην αρχή ο παππούς, τελειόφοιτος του εξατάξιου (τότε) γυμνασίου, περνούσε καθημερινά από το σπίτι της γιαγιάς με την ελπίδα ότι θα είναι στην αυλή και θα την δει έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Φυσικά δεν ήταν ο δρόμος του και ο κύκλος που έκανε ήταν τεράστιος αλλά, όπως έλεγε ο ίδιος, «ήταν το μόνο του γιατρικό για τις ώρες που βρισκόταν μακριά της». Η γιαγιά που ήξερε το πρόγραμμά του, φρόντιζε να είναι εκεί για να τον δει έστω και φευγαλέα.
Κάπως έτσι πέρασε ένας χρόνος μέχρι που στα χέρια της γιαγιάς έφτασε ένα ραβασάκι, με αγγελιοφόρο μια αγαπημένη της ξαδέλφη. Το ραβασάκι φυσικά ήταν από τον παππού μου ο οποίος, αφού της εξέφρασε τα συναισθήματά του, της ζήτησε να την συναντήσει σε ένα απόμερο σημείο να μιλήσουν.
Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη στην πρώτη τους συνάντηση. Ξέρω, όμως, ότι από τότε ήταν αχώριστοι. Πολύ γρήγορα ο παππούς ζήτησε το χέρι της γιαγιάς και παντρεύτηκαν με τις ευλογίες των δύο οικογενειών. Μόλις ο παππούς απολύθηκε από φαντάρος μετακόμισαν στην Αθήνα, έκαναν πέντε παιδιά και πολλά εγγόνια.
Η ζωή τους, φυσικά, δεν ήταν εύκολη. Δούλευαν και οι δύο για να προσφέρουν το καλύτερο στην οικογένειά τους ενώ έχασαν τα δύο από τα πέντε τους παιδιά όταν ήταν ακόμα μωρά. Παρόλα αυτά, συνέχισαν το δύσκολο ταξίδι της ζωής πάντα ενωμένοι.
Μέσα από τις διηγήσεις της μαμά μου, έχω καταλάβει ότι τόσο ο μπαμπάς της όσο και η μαμά της ήταν κοντά στα παιδιά τους και τα στήριξαν σε κάθε τους βήμα. Ο παππούς, άνθρωπος ευθυτενής και φαινομενικά σκληρός, ήταν πιο αυστηρός και έβαζε τους κανόνες στο σπίτι. Η γιαγιά, δυναμική και έξω καρδιά, φρόντιζε να λειτουργούν όλα όπως πρέπει. Και οι δυο μαζί, «ήταν η πιο δυνατή ομάδα» όπως λέει χαρακτηριστικά η μητέρα μου.
Όταν γεννήθηκα, η γιαγιά μου ήταν 50 και ο παππούς 52. Η παρουσία τους ήταν πάντα έντονη στο σπίτι μας ενώ η γιαγιά μάς πρόσεχε όταν έλειπαν οι δικοί μου στη δουλειά, ενίοτε μας μαγείρευε και φυσικά μας πήγαινε εκδρομές! Ο παππούς τα απογεύματα μας έσπαγε καρύδια με μέλι και μας άφηνε να του κάνουμε ότι θέλαμε. Τα καλοκαίρια, με το που έκλεινε το σχολείο, έπαιρναν εμένα και τ’ αδέλφια μου και πηγαίναμε όλοι μαζί στην Κρήτη όπου έχω περάσει τις πιο όμορφες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας.
Ωστόσο, αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από τον παππού και τη γιαγιά, ήταν ο τρόπος που κρατούσε ο ένας το χέρι του άλλου παντού. Το δέσιμό τους ήταν τόσο ισχυρό που ξεχώριζε απ’ όλα τα υπόλοιπα ζευγάρια που γνώριζα μέχρι τότε. Μερικές φορές, δεν χρειαζόταν καν να μιλήσουν: αρκούσε ένα βλέμμα για να συνεννοηθούν. Κι αυτό το βλέμμα, ο τρόπος που κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, είναι η πιο σπουδαία περιουσία που μου άφησαν.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πια ήμουν έγκυος και ετοιμαζόμουν να κάνω την δική μου οικογένεια, μάθαμε ότι η γιαγιά μου είναι άρρωστη. Ο καρκίνος την ταλαιπώρησε αρκετούς μήνες και περάσαμε δύσκολα.
Ο παππούς, αρκετά μεγάλος και με προβλήματα υγείας, δεν έλειψε λεπτό από δίπλα της. Θυμάμαι όταν εκείνη ήταν στο νοσοκομείο σε καταστολή από τα φάρμακα, τον παρακαλούσαμε να πάει σπίτι να κοιμηθεί για λίγο αλλά αυτός ήταν ανένδοτος. Έμεινε δίπλα της μέχρι το τέλος, να της κρατά το χέρι και να της ψιθυρίζει λόγια παρηγοριάς κι αγάπης.
Μια Δευτέρα απόγευμα, η γιαγιά μας άφησε και ο πόνος όλων μας ήταν αβάσταχτος. Θυμάμαι τον παππού μου να με παίρνει αγκαλιά και να μου λέει στο αυτί πως δεν θα προλάβει να γνωρίσει τον γιο μου, αλλά θα τον αγαπάει και θα προσέχει από ψηλά. Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσω τι εννοούσε. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι ο παππούς μου δεν θα αντέξει να ζήσει χωρίς τη γιαγιά και τον έσφιξα δυνατά πάνω μου.
Ήταν η τελευταία μας αγκαλιά και το ήξερα. Αργά το βράδυ, με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και μου ανακοίνωσε τον θάνατό του. Έφυγε ήσυχα στον ύπνο του, κρατώντας μια οικογενειακή φωτογραφία αγκαλιά. «Δεν τους χώρισε ποτέ κανείς. Δεν θα τους χώριζε ούτε ο θάνατος» μου είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα αναφιλητά της και ξέραμε κι οι δυο πως έτσι ήθελαν να γίνει, κι έτσι έγινε.