Πριν περίπου δύο χρόνια έγινα μαμά για πρώτη φορά και διαπίστωσα στην πράξη πόσες δυσκολίες περιλαμβάνει η ανατροφή ενός παιδιού και ειδικά ενός βρέφους. Επειδή είμαι υπερβολικά οργανωτικός άνθρωπος κι το μυαλό μου ήταν γεμάτο από ανησυχίες και απορίες από την πρώτη κιόλας μέρα.
Κάποιες από αυτές είχαν να κάνουν με τη διατροφή. Το ότι μετά τον πρώτο μήνα κατάφερα να εδραιώσω τον θηλασμό έκανε τη ζωή μου ευκολότερη. Όμως είχα δει φίλες μου να περνάνε δύσκολα με τα παιδιά τους από τη στιγμή που ξεκίνησαν τις στέρεες τροφές και να αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η εμμονή με τα γλυκά, η αποστροφή για πολλά από τα φαγητά που είναι δεδομένα σ’ ένα ελληνικό σπίτι, αλλά και τα πιο αγνά γαλακτοκομικά προϊόντα κ.ο.κ.
Εγώ είχα μια φιλοδοξία το παιδί μου να τρώει τα πάντα ή, τουλάχιστον, όσο γίνεται περισσότερα από αυτά που τρώμε κι εμείς, ώστε να παίρνει ό,τι χρειάζεται από τη διατροφή του – ειδικά μετά τον αποθηλασμό. Κάπως έτσι, βρέθηκα να βομβαρδίζω τον παιδίατρό μου με ερωτήσεις σε κάθε επίσκεψη, πριν ακόμη το μωρό μου φτάσει τους 6 μήνες – ηλικία που, συνήθως, μπορεί να ξεκινήσει τα στερεά.
Ευτυχώς, είχα την τύχη να μου απαντά σε όλα, χωρίς να μου δίνει την αίσθηση ότι ειμαι υπερβολική κι έτσι ένιωσα, αρχικά, ότι υπάρχει κάποιος να με καθοδηγήσει όποτε δεν ξέρω τι να κάνω ή φοβάμαι πως κάτι κάνω λάθος. Ένιωσα ασφαλής και από εκείνη τη στιγμή ακολούθησα πιστά τις οδηγίες του.
Μία από αυτές ήταν όχι ζάχαρη και αλάτι μέχρι τα 2 χρόνια. Αν γίνεται, μου είπε, δεν δίνουμε καθόλου, αλλιώς, χρησιμοποιούμε το αλάτι με πολύ φειδώ και δίνουμε κάτι γλυκό μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ακόμη και το μέλι (που δίνεται μετά τον πρώτο χρόνο) θέλει πολύ μέτρο, ενώ οι χυμοί καλό είναι αποφευγονται γιατί αποτελούνται κυρίως από σάκχαρα και δεν ωφελούν όπως τα αμιγή φρούτα.
Όταν ήρθε η ώρα να αρχίσουμε τα στερεά, μου έστειλε και έναν οδηγό με ποσότητες και είδη τροφών. Επειδή το παιδί μπορεί να μην πίνει άλλο γάλα από της μαμάς π.χ. μία μερίδα γαλακτοκομικών μπορεί να δοθεί μαζί με βρώμη, ως χυλός. Η κόρη μου δεν έπινε ούτε από μπιμπερό ούτε από άλλο ποτήρι, οπότε η συμβουλή αυτή αποδείχθηκε χρυσή. Έτσι αποφύγαμε τα παιδικά δημητριακά ή άλλου είδους ευκολίες που μαθαίνουν το παιδί στα γλυκά από νωρίς.
Μια άλλη οδηγία, συμβουλή περισσότερο, ήταν να αποφύγουμε τις έτοιμες τροφές που πωλούνται ως ειδικές για παιδιά γιατί ό,τι και αν λένε, περιέχουν πάντα κάποιο γλυκαντικό για να είναι πιο ευχάριστες. Ξεκινήσαμε με πρόβειο γιαούρτι που έχει όλα όσα χρειάζεται το παιδί και όταν είδαμε ότι της αρέσει επιμείναμε σε αυτό, προσθέτοντας κάποιες φορές (όχι πάντα) κάτι για να αλλάξουμε τη γεύση (λίγο μέλι ή φυστικοβούτυρο, κανέλα, κάποιο ψιλοκομμένο φρούτο κλπ.). Η μικρή όχι μόνο δεν αντέδρασε στην πορεία, αλλά είναι 2 ετών και τρώει ακόμη αγνό πρόβειο γιαούρτι κάθε βράδυ και με πολύ χαρά μάλιστα.
Για τα φαγητά, κάναμε ότι προβλέπεται με την σταδιακή εισαγωγή (για τις αλλεργίες) χωρίς να παραλείψουμε τίποτα και αφού περάσαμε απ’ τους πουρέδες στα κομματάκια, ήρθε και η στιγμή που το παιδί άρχισε να τρώει ό,τι τρώγαμε κι εμείς (φαγητά που τρώμε όλοι στα σπίτια μας καθημερινά και έχουμε πάντα τον φόβο ότι «δεν αρέσουν στα παιδιά»). Με χαρά διαπιστώσαμε ότι η κόρη μας είχε ελάχιστες παραξενιές και έτρωγε σχεδόν τα πάντα, από ψάρι μέχρι αγκινάρες π.χ.
Αυτό είναι κάτι που δεν έχει αλλάξει έως σήμερα, ενώ, παρ’ ότι έχει δοκιμάσει γλυκά και της αρέσουν (αλίμονο), δεν έχει καμία εμμονή με αυτά. Ακόμη και αν ζητήσει και δεν της δώσουμε, δεν είναι λόγος γκρίνιας για ‘κείνη.
Είναι αλήθεια ότι όλα τα παιδιά δεν είναι το ίδιο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάποια πράγματα δεν «μαθαίνονται» αλλά είναι προκαθορισμένα. Οι διατροφικές συνήθειες δεν είναι κάτι γραμμένο στο DNA του παιδιού, αλλά κάτι που μαθαίνει από εμάς και, μέχρι σήμερα, είχα την τύχη να το διαπιστώσω από πρώτο χέρι.
Όχι με κάποιο μαγικό τρόπο, αλλά επειδή ρώτησα τον γιατρό μας και ακολούθησα τις συμβουλές του.