«Τα πεθερικά μου δεν προσέχουν καθόλου και τώρα θέλουν να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί»

«Τα πεθερικά μου δεν προσέχουν καθόλου και τώρα θέλουν να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί»

Δεν έφταναν όλα όσα ζούμε τόσο καιρό, τα Χριστούγεννα έχουμε να λύσουμε ακόμα έναν γρίφο: με ποιους θα τα περάσουμε. «Εύκολο», μπορεί να απαντήσει κάποιος, «με τους παππούδες φυσικά». Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν παππούδες που δεν έχουν θορυβηθεί ιδιαίτερα απ’ όσα συμβαίνουν και τηρούν τα μέτρα προστασίας εξαιρετικά επιλεκτικά – έως και καθόλου. Όπως τα πεθερικά αυτής της μαμάς, που βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση: να κάνει Χριστούγεννα μαζί τους ή να τους… ρίξει πόρτα;

«Άντε να έρθουν κι αυτά τα Χριστούγεννα, να περάσουν κιόλας να ησυχάσουμε γιατί είχα που είχα μπουχτίσει με τα προβλήματα και την πανδημία, τώρα μπούχτισα και με τις γιορτές. Ένα τραπέζι είπα να κάνουμε να χαρούνε λιγο τα παιδιά και μου έχει ήδη βγει απ’ τη μύτη.

Βλέπετε, αφού δεν μπορούν να έρθουν τα ξαδερφάκια τους, τα παιδιά θέλουν τους παππούδες μαζί μας. Κι εμείς τους θέλουμε, αλλά το θέμα είναι ότι οι παππούδες δε λένε να βοηθήσουν την κατάσταση. Τα πεθερικά μου δηλαδή, γιατί οι δικοί μου είναι τύποι και υπογραμμοί κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Οι άλλοι, όμως, δε λένε να βάλουν τον απ’ αυτό τους μέσα από τότε που ξεκίνησαν οι καραντίνες. Βόλτες κάθε μέρα, λαϊκή όποτε επιτρέπεται, μάσκες κάτω απ’ τη μύτη και αν… 

Και δεν είναι ότι είναι τίποτα παράλογοι άνθρωποι. Ίσα ίσα, που τα βρίσκουμε μια χαρά. Αλλά τους έχει βγει τέτοια αντίδραση μ’ όλο αυτό, που δεν τους αναγνωρίζω. Όλο κάτι “δεν είναι τίποτα”, “μια γριπούλα είναι”, “εμείς είμαστε κοτσωνάτοι, οι άλλοι να φοβούνται”, “όσο μας μένει να το χαρούμε, όπως μας κάνει κέφι” και άλλα τέτοια γραφικά. 

Και τώρα πρέπει να έρθουν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ενώ δεν προσέχουν καθόλου και θα είναι εκεί και οι δικοί μου, που έχουν και την καρδιά τους. Ε, δεν τους θέλω στο σπίτι μου μ’ αυτές τις συνθήκες, τι να κάνουμε...

Αλλά ο άντρας μου δεν λέει να το χωνέψει και, φυσικά, δεν θέλει με τίποτα να τους το πει για να μην τους πληγώσει. Οι επιλογές, του λέω, έχουν και συνέπειες και οι μεγάλοι άνθρωποι έπρεπε να το γνωρίζουν αυτό… τι είναι, νήπια; Τίποτα, εκείνος, να έρθουν, αλλά με αποστάσεις, λέει.

Τι αποστάσεις, όμως, μέσα στο σπίτι μας; Για μάσκες, ούτε λόγος, βέβαια. Εκτός κι αν τους στρώσω να φάνε στο μπαλκόνι με τα κάρβουνα δίπλα να τους ζεσταίνουν. Του το είπα, αλλά δεν γέλασε καθόλου. Θα δούμε, μου λέει και αναβάλλει διαρκώς την κουβέντα.

Τέρμα, όμως, ως εδώ! Εγώ δεν θα αφήσω να περάσει το δικό τους, επειδή είναι οι γονείς του άντρα μου.

Θα πάρω την πεθερά μου και θα της το πω στα ίσα: δεν μπορείτε να έρθετε στο σπίτι μας τα Χριστούγεννα γιατί δεν τηρείτε τα μέτρα προστασίας όπως πρέπει. Λυπάμαι, θα τους πω, αλλά εμείς δεν μένουμε μαντρωμένοι στο σπίτι τόσο καιρό για τον εαυτό μας. Για σας μένουμε, αλλά εσείς πέρα βρέχει. Έτσι όπως κάνετε, θα δείτε τα εγγόνια σας μετά τις γιορτές, αφού έχουν δει όλους τους άλλους πρώτα – όσους προσέχουν, δηλαδή.

Κι ας ξινίσουν όσο θέλουν, ας ξινίσει και ο άντρας μου. Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή για να κάνουμε εκπτώσεις και γίνεται ολοένα και σοβαρότερη. Άνθρωποι πεθαίνουν στις εντατικές κι εμείς χαλιόμαστε με μια μάσκα και λίγη κλεισούρα.

Στο κάτω-κάτω, ίσως είναι και για καλό τους να τους βάλω τιμωρία – να ταρακουνηθούνε λιγάκι μπας και βάλουν μυαλό γιατί κάνουν πραγματικά σαν παιδιά.»

v