«Ο κύριος Βασίλης πάσχει από καλπάζουσα απώλεια μνήμης, αλλά όταν τον επισκέπτομαι θυμάται πάντα ότι είμαι εκείνη που τον φροντίζει, όσο οι δικοί του λείπουν απ’ το σπίτι. Δεν θυμάται, βέβαια πώς με λένε ή πόσα παιδιά έχω, αλλά δεν πειράζει. Σημασία έχει ότι αισθάνεται για ποιο λόγο βρίσκομαι δίπλα του και νιώθει αμέσως άνετα μαζί μου.
Έτσι, μόλις του ετοιμάσω τον ελληνικό του, αρχίζει να μου μιλάει για όσα θυμάται ακόμη, τα παιδικά του χρόνια, τις κακουχίες και τους αγώνες, τη σκληρή δουλειά, αλλά και την οικογένεια. Έχω ακούσει τις ίδιες ιστορίες άπειρες φορές, αλλά χαίρομαι να βλέπω στα μάτια του να ξαναζεί τη ζωή του καθώς την αφηγείται. Καμιά φορά, μάλιστα, μου ζητάει ευγενικά να φτιάξει εκείνος τον καφέ του, αφού – ακόμη κι αν δεν παραπονιέται ποτέ – δεν μπορώ να τον πετύχω με τίποτα!
Η απώλεια της μνήμης, όποια και αν είναι η αιτία, είναι μια κατάσταση που δρα για καιρό πίσω απ’ το πρόσωπο του ανθρώπου, ώσπου γίνεται πλέον αντιληπτή στο βλέμμα και τις εκφράσεις του. Μόνο ο παθών γνρίζει τι ακριβώς έχει “σβηστεί” και τι έχει απομείνει απ’ τις αναμνήσεις του αν και δεν το αντιλαμβάνεται καθώς συμβαίνει. Εξοργίζεται, μόνο, όταν είναι σίγουρος ότι έχει ξεχάσει κάτι, αλλά δεν θυμάται τι. Όταν, δηλαδή, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά...
Ως γηροκόμος, έχω φροντίσει πολλούς ανθρώπους που, σταδιακά, έχασαν πολύ μεγάλο μέρος της μνήμης και της αντιληπτικής τους ικανότητας. Κι έχω δει πολλούς από αυτούς να γραπώνονται από όσες λίγες αναμνήσεις τους έχουν μείνει σαν μικρά παιδιά που αρπάζουν το πόδι του πατέρα για να μην φύγει μακριά τους.
Είναι επώδυνο, σίγουρα, να βιώνεις κάτι τέτοιο κι είναι επώδυνο και για τους δικούς σου ανθρώπους. Αλλά δεν παύεις να είσαι ζωντανός κι αυτό δεν είναι κάτι αμελητέο. Ακόμη κι αν κάθε μέρα που περνάει χάνεις κάτι απ’ τον εαυτό σου, δε σημαίνει πως δεν πρέπει να τη ζήσεις ή πως πρέπει να αφεθείς στη μοίρα σου.
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν η ποιότητα της ζωής ενός ανθρώπου είναι συνάρτηση των αναμνήσεών του, σε τόσο καθοριστικό βαθμό που να θεωρούμε έναν άνθρωπο που χάνει τη μνήμη του “χαμένη υπόθεση”. Και μου φαίνεται από υπερβολικό έως επικίνδυνο το να προεξοφλούμε ότι ένας άνθρωπος με άνοια ή αλτσχάιμερ δεν μπορεί να απολαύσει τη ζωή που του μένει – το παρόν.
Ο κυρ-Βασίλης απολαμβάνει καθημερινά το καφεδάκι του, αλλά και τις αφηγήσεις του, αρκεί να υπάρχει κάποιος να τις ακούσει χωρίς να βαρυγκομάει. Οι ευκαιρίες που έχουμε να συλλέξουμε όμορφες στιγμές είναι άπειρες στη ζωή και δεν σταματάνε σε κανένα στάδιό της ούτε εξαιτίας μιας εκφυλιστικής πάθησης. Αρκεί να έχουμε και την κατάλληλη υποστήριξη...
Έχω αποφασίσει πια ότι δεν μπορώ να υποκαταστήσω την οικογένεια κανενός απ’ τους ασθενείς μου. Μπορώ, όμως, (περα απ’ τις υπηρεσίες μου) να τους προσφέρω λίγη επιπλέον αγάπη, ένα χαμόγελο και μια απλή καθημερινή κουβεντούλα.
Μπορώ, επίσης, να υπενθυμίζω στους δικούς τους ότι, όπως όλοι μας, έχουν κι εκείνοι την ανάγκη να ξεχνούν τον πόνο τους κάπου κάπου – να ξεχνούν, δηλαδή, ότι δεν θυμούνται πια. Και φυσικά, να δημιουργούν νέες αναμνήσεις ακόμη κι αν δεν τις κρατήσουν παρά μόνο για τις στιγμές που διαρκούν.
Γιατί η ζωή τους μπορεί να έχει αλλάξει, αλλά δεν έχει σταματήσει. Κι είναι αυτές οι μικρές δόσεις ευτυχίας, που κάνουν τα χρόνια που τους απομένουν ομορφότερα και αντισταθμίζουν σημαντικά το δράμα που βιώνουν σιωπηλά...»