«Αν πιστεύετε ότι είστε πολύ μεγάλοι για να γίνετε γονείς, ακούστε κι εμένα που προέκυψα από έναν γάμο που είχε ήδη “σιτέψει”. Μην ανησυχείτε και μην επηρεάζεστε απ’ τους γύρω σας. Κάντε αυτό που λέει η καρδιά σας και δεν θα χάσετε. Ούτε εσείς ούτε το παιδί σας.
Οι γονείς μου γνωρίστηκαν νέοι – η μαμά μου ήταν 25 και ο μπαμπάς μου 27. Μέσα σε ένα εξάμηνο είχαν αρραβωνιαστεί και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν. Ήταν νέοι, ερωτευμένοι και σίγουροι ο ένας για τον άλλον. Αγόρασαν και σπίτι μαζί σε μια χαριτωμένη γειτονιά, αποφασισμένοι να βάλουν μπρος για την οικογένεια που είχαν ονειρευτεί.
Κι όμως, καμιά φορά η ζωή δεν τα φέρνει όπως τα θες. Πέρασαν κάποια χρόνια προσπαθώντας, αλλά μία το άγχος με τα οικονομικά, μία κάποια θεματάκια που είχε η μητέρα μου με την υγεία της, το άφησαν στην άκρη. Τελικά, στα 37, η μητέρα μου έμεινε για πρώτη φορά έγκυος και μέχρι τα 43 της χρόνια είχε ήδη τρία παιδιά. Πρώτα γέννησε τον αδερφό μας, ύστερα εμένα και τέλος, τη μικρή μας αδερφούλα.
Ο μπαμπάς μου ήταν πια 45 χρόνων και με πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς στην πλάτη του κι όλοι ανησυχούσαν μήπως κλατάρει με τόσες ευθύνες και τρία ανθρωπάκια που ζητούσαν την προσοχή του. Αδίκως, όμως, αφού είχαμε και οι τρεις μας μια υπέροχη παιδική ηλικία και δεν έλειψε τίποτα σε κανέναν μας.
Για να δουλέψει αυτό, η μητέρα μου σταμάτησε να εργάζεται της κι έμεινε στο σπίτι για να μας φροντίσει όλους. Στο σπίτι, είχαμε όλοι την ευθύνη του μικρότερου μαζί με τη μαμά μου και, μεγαλώνοντας, αυτή η πρακτική αφαίρεσε μεγάλο βάρος από πάνω της. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι μαζί στο κολυμβητήριο και μετά στο πάρκο, όπου εκείνη έκανε παρέα με τις άλλες – πολύ νεότερες – μαμάδες κι εμείς παίζαμε με τα άλλα παιδιά. Εμείς, βέβαια, δεν καταλαβαίναμε τη διαφορά κι ούτε μας ένοιαζε, αφού δεν είχε αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας. Τα σαββατοκύριακα, παίζαμε με τον μπαμπά στην παιδική χαρά δίπλα στο σπίτι, όπου μας μάθαινε ποδόσφαιρο κι εμείς του κάναμε… γυμναστική!
Μεγαλώνοντας, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμασταν τη διαφορά ηλικίας των γονιών μας με τους γονείς των φίλων μας, αλλά δεν μας ξένισε ποτέ. Μπροστά σε κάποιους μάλιστα, που ήταν λίγο υπερβολικοί και αρκετά αγχώδεις, οι δικοί μας έμοιαζαν ΄σαν να ξέρουν καλύτερα τι θέλουν και τι κάνουν κι αυτό μας έκανε να νιώθουμε πιο ασφαλείς.
Επίσης, ήταν γονείς παραδοσιακοί και δεν προσπαθούσαν να το παίζουν άνετοι ή να γίνουν φίλοι μας. Μας πρόσεχαν, μας προστάτευαν και μας απαγόρευαν κιόλας κάποια πράγματα, χωρίς να φοβούνται μη φανούν παλιομοδίτες. Ήταν η απόλυτη σταθερά στη ζωή μας.
Και ξέρω τώρα ότι από τότε που έγιναν γονείς, πραγματικά ξανάνιωσαν αντί να κλατάρουν απ’ τα βάρη. Άρχισαν να κάνουν σχέδια ξανά, να πηγαίνουν εκδρομές, να κάνουν φιλους και, κυρίως, να παίζουν. Είχαν κάπου να διοχετεύσουν την καλοσύνη, την αγάπη και τη σοφία τους κι αυτό τους έδωσε ζωή.
Τόσο πολύ που ακόμη και τώρα, που εμείς φύγαμε απ’ το σπίτι για σπουδές, εκείνοι παραμένουν γεμάτοι ζωντάνια και όρεξη να κάνουν και να δουν καινούργια πράγματα. Φυσικά, έχουν πολλά να μας δώσουν ακόμη και το ξέρουν, αλλά τώρα έχουν περισσότερο χρόνο και για τον εαυτό τους.
Κι εγώ, έχοντας αυτά τα βιώματα, νιώθω ότι μπορώ να πάρω τον χρόνο μου πριν βάλω μπρος για οικογένεια. Να πάρω το πτυχίο μου, να κάνω τα πράγματα που θέλω και να βρω τον κατάλληλο άνθρωπο με τον οποίο θα μοιραστώ τη ζωή μου. Όχι πως δεν θα το κάνω νωρίτερα αν νιώσω έτοιμη. Αλλά ξέρω πια ότι δεν με πιέζει τίποτα και πως ο χρόνος δεν είναι απαραίτητα εχθρός μου.
Να ξέρετε, λοιπόν, πως, αν η ζωή τα φέρει έτσι που αργήσετε να γίνετε γονείς, ποτέ δεν είναι αργά γι’ αυτήν τη μοναδική εμπειρία. Αρκεί να το θέλετε με όλη σας την καρδιά!»