Σκέφτεται συνεχώς τα ψώνια
Είναι αλήθεια ότι είμαστε πλέον καταναλωτικά όντα και οι αγορές είναι κάτι που κάνουμε όλοι μας, σε καθημερινή βάση. Μιλάμε όμως για αγορές που καλύπτουν πρακτικές ανάγκες και γίνονται με βάση τα οικονομικά και τον άτυπο προγραμματισμό του καθενός μας. Τις περισσότερες φορές, δεν ψωνίζουμε επειδή «έτσι μας ήρθε» και δεν αγοράζουμε συστηματικά πράγματα που είναι άχρηστα ή που δεν ανταποκρίνονται στις δυνατότητές μας.
Ο καθ’ έξιν καταναλωτής έχει το μυαλό του διαρκώς στο ποια θα είναι η επόμενη αγορά του. Τοποθετεί τα ψώνια όλο και πιο ψηλά στη λίστα με τις προτεραιότητές του και επικαλείται την οικονομική ανεξαρτησία του ή επινοεί διάφορες πλασματικές ανάγκες για να δικαιολογήσει τις αλόγιστες αγορές του. Είναι εξαιρετικά επιρρεπής σε διαφημίσεις και προωθήσεις προϊόντων και μπορεί να ψωνίσει οτιδήποτε και με κάθε ευκαιρία: από καταστήματα στο δρόμο, από το διαδίκτυο, ακόμη και από την... τηλεόραση.
Ψωνίζει χωρίς κανένα κριτήριο και χωρίς μέτρο
Είτε ψωνίζουμε για λόγους πρακτικούς είτε για λόγους αναψυχής, συνήθως το κάνουμε με βάση κάποιους αντικειμενικούς περιορισμούς – π.χ. το πορτοφόλι μας – και κάποια συγκεκριμένα κριτήρια – π.χ. το πόσο μας πηγαίνει ένα ρούχο. Πολλές φορές, μάλιστα, μπορεί να έχουμε σκεφτεί μια αγορά πολύ καλά και για αρκετό καιρό πριν την ολοκληρώσουμε. Είναι μια συνήθης διαδικασία και δεν αφαιρεί από τη χαρά που δυνητικά μας δίνει ένα καινούργιο απόκτημα ή ένα όμορφο δώρο για κάποιον άλλον.
Ο καθ’ έξιν καταναλωτής ψωνίζει κυρίως από παρόρμηση και χωρίς πολλή σκέψη. Ψωνίζει οτιδήποτε θα του γυαλίσει σε μια βιτρίνα ή θα δει σε κάποιο ηλεκτρονικό κατάστημα καθώς περιηγείται στο διαδίκτυο. Το μόνο κριτήριο για τις αγορές του είναι η διάθεση που έχει εκείνη τη στιγμή, η πεποίθηση ότι δεν κάνει κάτι επιζήμιο και η ανάγκη του να νιώσει όμορφα.
Όσο όμως βυθίζεται στον εθισμό του, τόσο περισσότερο αγοράζει πράγματα που είναι τελείως άχρηστα, σε βαθμό που ο ενθουσιασμός του έχει χαθεί πριν καν πιάσει το νέο του απόκτημα στα χέρια. Και φυσικά, όσο τον παίρνει από κάτω τόσο περισσότερο αγοράζει πράγματα που δεν αντέχει η τσέπη του, δημιουργώντας μια συνθήκη που αργότερα θα τον καταρρακώσει ακόμη πιο πολύ.
Οι αγορές του καθορίζουν τη διάθεσή του
Για τους περισσότερους από εμάς, τα ψώνια είναι μια τυπική διαδικασία που, άλλοτε είναι αγγαρεία και άλλοτε μια ευκαιρία να βγούμε απ’ τη ρουτίνα μας. Στην πρώτη περίπτωση βαρυγκομούμε. Στη δεύτερη χαιρόμαστε και προσπαθούμε να περάσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Αν πάλι, δεν βρούμε ή δεν μπορούμε να αγοράσουμε κάτι που θέλαμε, μπορεί να απογοητευτούμε προσωρινά, αλλά το ξεχνάμε και κρατάμε την ωραία βόλτα.
Συνεπώς, η πιο ισχυρή ένδειξη ότι τα ψώνια έχουν αρχίσει να γίνονται εμμονή σε κάποιον είναι ο τρόπος και ο βαθμός που καθορίζουν το πώς νιώθει. Όταν η ανάγκη για μια αγορά είναι πιο δυνατή από την απλούστατη διαπίστωση ότι είναι άχρηστη ή πολύ ακριβή, η διαδικασία της αρχίζει και γίνεται πολύ πιο πολύπλοκη από μια απλή δοσοληψία με στόχο την απόκτηση ενός εφήμερου αγαθού. Είναι πλέον μια πράξη με προσωπικό διακύβευμα.
Όταν ο καθ’ έξιν καταναλωτής, αντιληφθεί ότι δεν μπορεί ή δεν του επιτρέπουν να κάνει μια αγορά, κυριεύεται από απογοήτευση και θυμό. Όταν ετοιμάζεται να ψωνίσει κάτι που θέλει πολύ, νιώθει έντονη ανυπομονησία και αγωνία. Μετά από μια αγορά, έρχονται η ανακούφιση και η ευφορία. Λίγη ώρα αργότερα, μπορεί να ακολουθήσουν ενοχές και συναισθήματα αρνητικά.
Και αυτά είναι που, συνήθως, πυροδοτούν την επόμενη αγορά και τροφοδοτούν τον φαύλο κύκλο της ωνιομανίας.