Η εγκυμοσύνη της κοπέλας -ας την πούμε Μυρτώ- έβαινε καλώς: την ταλαιπωρούσε μεν, δεν δημιουργούσε σοβαρές επιπλοκές δε. Ο καλός της -ας τον πούμε Μάνο- ήταν απ’ αυτούς τους μπαμπάδες νέας γενιάς, που όλοι λίγο-πολύ καμαρώνουμε: ενήμερος για το τι συμβαίνει στο σώμα της γυναίκας του, διαβασμένος και πολύ συμμετοχικός. Αλλά ανήσυχος. Πολύ ανήσυχος.
«Ξέρετε τι δεν περίμενα με τίποτα;», είπε ο Μάνος κι όλο το θορυβώδες σόι τον κοίταξε με συμπάθεια, «πόσο πολύ θ’ ανησυχούσα». «Για ποια ανησυχία, μιλάει ο αφελής;», θα σκέφτηκαν οι κυνικότεροι, «Δεν έχει καν γεννηθεί το παιδί».
Και ήρθε η αφοπλιστικότερη και πυκνότερη γονεϊκή δήλωση (που ‘χει τουλάχιστον η παρούσα συντάκτης ακούσει):
«Ξυπνάω το βράδυ και πιάνω την κοιλιά της για να δω αν το μωρό είναι καλά. Το ξέρω ότι είναι εκεί, είναι μέσα στην κοιλιά της, πού να πάει; Αλλά ανησυχώ.
Κάνω καθημερινά πράγματα κι ανησυχώ. Κάνω μπάνιο κι ανησυχώ. Σκέφτομαι συνέχεια ότι, αν τώρα αγχώνομαι έτσι, πώς είναι δυνατόν να ζεις με τόση ανησυχία;»
Τι συνέβη στο μυαλό του συνδαιτημόνα Μάνου; Η συνειδητοποίηση, φίλες και φίλοι, αυτό συνέβη. Μαζί με τη ζωή που δημιουργούταν στο σώμα της καλής του, δημιουργούταν παράλληλα κι ένας γονιός.
Κι αυτός ο νεογέννητος γονιός ερχόταν σιγά-σιγά αντιμέτωπος με το βουνό ανησυχίας που κάθε γονιός ανεβαίνει καθημερινά.
Θα γεννηθεί καλά κι υγιές;
Θα είναι φυσιολογική η ανάπτυξή του; Κι αν αργήσει να μιλήσει; Κι αν αργήσει να περπατήσει; Κι αν πέσει απ’ την αλλαξιέρα; Κι αν κολλήσει ένα μικρόβιο άγριο και επιθετικό;
Κι αν το κοροϊδεύουν στο σχολείο;
Κι αν χαθεί μια μέρα στο πλήθος και δεν το ξαναβρούμε ποτέ;
Κι αν κάποιος το ξεγελάσει και του κάνει κακό; Πώς θα ζήσω μετά;
Κι όταν μεγαλώσει; Θα κυκλοφορεί μόνο του στην βάρβαρη Αθήνα; Κι από έρωτες; Και με τους φίλους; Και με τα μαθήματα; Κι οι σπουδές; Αν δεν θέλει να σπουδάσει; Αν θέλει να φύγει στο εξωτερικό; Αν μπλέξει με ναρκωτικά, με αλκοόλ, αν πάθει ένα ατύχημα όταν μάθει να οδηγεί;
Κι αν δεν μπορώ πάντα να το προστατεύω;
Ωπ. Μισό λεπτό. Σίγουρα δεν θα μπορώ πάντα να το προστατεύω…
Κι αυτή ακριβώς είναι η τεράστια, η σκληρή, η πιο ρεαλιστική συνειδητοποίηση.
Θα κάνεις ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου για να είναι το μικρό σου καλά, θα διαλέξεις τον καλύτερο παιδίατρο, θα γεμίσεις το σπίτι πλαστικά προστατευτικά για τις γωνίες, θα του μιλήσεις για τους αγνώστους, τα ναρκωτικά, το σεξ και την συναίνεση, τους επιτήδειους και τα κόλπα τους και την ανάγκη της μόρφωσης και της καλλιέργειας. Θα βάλεις μπροστά συναισθηματικά, πνευματικά και πρακτικά εργαλεία για να σιγουρευτείς ότι θα είναι για πάντα ασφαλές και η έννοια σου δεν θα σταματήσει ποτέ μα ποτέ κι ίσως, όσο τα χρόνια περνούν, να αυξάνεται αντί να μικραίνει.
Φίλε Μάνο, αν μας διαβάζεις, έχουμε ένα κακό κι ένα καλό νέο. Πρώτα το κακό: καλωσόρισες στον κόσμο των γονιών, το Σκοτεινό Βασίλειο της Ανησυχίας –δεν θα ξενοιάσεις πο-τέ. Και τώρα τα καλά: κανένας γονιός δεν ξενοιάζει, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής κανενός άλλου ανθρώπου (ούτε καν του δίχρονου παιδιού του). Αυτή όμως η επώδυνη σουβλιά ανησυχίας που νιώθεις, είναι το πρώτο, μεγάλο, αλάνθαστο σημάδι ότι πριν καν γεννηθεί το παιδί σου, γεννήθηκε, μαζί με το άγχος σου, κι η αγάπη σου. Φαντάσου τι έχει να γίνει όταν βγει απ’ το σπιτάκι του.