«Αγάπη μου, δεν καθάρισα γιατί ήμουν απασχολημένη να… κάνω τα πάντα!»

«Αγάπη μου, δεν καθάρισα γιατί ήμουν απασχολημένη να… κάνω τα πάντα!»

Η ιστορία της ζωής μας. Λέμε: ας καθαρίσω το μπάνιο. Μπαίνουμε στο μπάνιο και βλέπουμε το καλάθι με τα άπλυτα ξέχειλο. Λέμε: ας βάλω ένα πλυντήριο. Βάζουμε το πλυντήριο και συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε μαζέψει το προηγούμενο. Λέμε: ας μαζέψω το προηγούμενο. Μαζεύουμε τα απλωμένα και βάζοντάς τα στη θέση τους πετυχαίνουμε το μεσαίο μας παιδί να τσακώνεται με το μικρότερο. Λέμε: ας λύσω αυτήν την παρεξήγηση. Λύνουμε την παρεξήγηση και στεκόμαστε καταμεσής του διαδρόμου ρωτώντας τον εαυτό μας «Τι ήθελα να κάνω, είπαμε;».

Η Jordan Harrell, μαμά τριών παιδιών, πρώην δασκάλα και νυν αρθρογράφος, έγραψε ένα κείμενο-γράμμα στον άντρα της, που ανέρτησε στη σελίδα της στο Facebook, περιγράφοντας με απίστευτη ακρίβεια αυτό ακριβώς το ντόμινο δουλειών που ξεπηδούν απ’ το πουθενά.

 «Αγάπη μου,

Ξέρω ότι είπα ότι θα καθάριζα την κουζίνα σήμερα. Ίσως εκπλαγείς όταν γυρίσεις σπίτι και δεις ότι η κουζίνα, στην πραγματικότητα, δεν καθαρίστηκε ποτέ.

Πολύ θα ήθελα να δώσω μια εξήγηση.

Κατ’ αρχάς, να σου πω ότι μπήκα στην κουζίνα με κάθε πρόθεση να την καθαρίσω. Μάζεψα τη βούρτσα και κάτι λαστιχάκια απ’ το τραπέζι και πήγα προς το μπάνιο να τα βάλω στο συρτάρι.

Όσο ήμουν στο μπάνιο, πρόσεξα ένα βουναλάκι από πετσέτες στο πάτωμα που είχαν επί μέρες μείνει εκεί περιμένοντας κάποιον να τις μαζέψει, οπότε τις άρπαξα και τις έβαλα στα άπλυτα.

Μιας και πήγα ως τα άπλυτα, αποφάσισα να βάλω ένα πλυντήριο αφού και τα δύο καλάθια μας ξεχείλιζαν. Πάτησα τα κουμπιά στο πλυντήριο, έκλεισα την πόρτα και κατευθύνθηκα προς τον αρχικό μου στόχο: την κουζίνα.

Στον δρόμο μου για την κουζίνα, όμως, υπέπεσα στην αντίληψη ενός Παιδιού Β. Ενός πεινασμένου Παιδιού Β. Το παιδί και η παραπονιάρικη φωνή του με ακολούθησαν ως την κουζίνα όπου γρήγορα του έδωσα λίγο τυρί και του είπα να πάει να το φάει κάπου αλλού (γιατί τώρα η κουζίνα καθαρίζεται –προφανώς!).

Βλέποντας το παιδί θυμήθηκα ότι δεν είχα απαντήσει στο mail της δασκάλας της σχετικά με το πάρτι της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, οπότε έτρεξα στον υπολογιστή, στο δωμάτιό μου.

Ανοίγοντας τον υπολογιστή το Παιδί Γ μπήκε τρέχοντας μέσα ουρλιάζοντας επειδή η μπέρτα του σούπερ ήρωα τού είχε πέσει. Την έφτιαξα, αλλά όχι με τον σωστό τρόπο, οπότε κατέρρευσε αμέσως στο πάτωμα.

Κουβάλησα το Παιδί Γ που κλωτσούσε και ούρλιαζε στο δωμάτιό του για να ηρεμήσει.

Βγήκα έξω κι έκλεισα την πόρτα, αλλά αμέσως ξαναμπήκα για να του βγάλω τις καουμπόικες μπότες που φορούσε, ώστε όταν αναπόφευκτα αρχίσει να κλωτσάει την πόρτα, να μην της κάνει βαθουλώματα.

Μετά ξαναγύρισα στον υπολογιστή για να… τι υποτίθεται ότι έκανα; Δεκαπέντε facebookικά λεπτά μετά, έκλεισα τον υπολογιστή.

Επειδή, φυσικά, είχα να καθαρίσω την κουζίνα.

Μπήκα στην κουζίνα και συνειδητοποίησα από το ρολόι του φούρνου ότι ήταν ώρα να πάω να πάρω το Παιδί Α απ’ το σχολείο.

Οπότε, όχι. Η κουζίνα δεν είναι καθαρή. Τίποτα δεν είναι καθαρό. Η ζωή μου είναι μια συνεχής διαδικασία πράξεων αλλά ποτέ ολοκληρωμένων.

Σκέφτηκα να σ’ ενημερώσω για την κατάσταση, για να μην αναρωτηθείς γιατί είναι έτσι η κουζίνα.

Όχι ότι θα ρωτούσες…

Σ’ αγαπάω,

Η γυναίκα σου.

Υ/Γ: Θύμισέ μου να στείλω εκείνο το mail στη δασκάλα.»

v