«Ήμουν 30 ετών, εργαζόμουν ως νηπιαγωγός, που είχα βγει για ψώνια, όταν την είδα.
Ήταν μια γυναίκα με ένα παιδάκι- όχι παραπάνω από 3 ετών- που μέσα στο καταχείμωνο, δεν φορούσε παπούτσια. Καθόταν στο καροτσάκι του σούπερ μάρκετ με τα γυμνά του ποδαράκια να κρέμονται.
Είναι χειμώνας. Τι σκέφτεται η μητέρα του; Την κατέκρινα σιωπηλά. Πήρα αυτά που ήθελα και έφυγα απ’ το μαγαζί λέγοντας στον εαυτό μου, ότι εγώ ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο. Όχι εγώ, είπα.
Ήταν μια γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά και είχα βγει με τον πρώην σύζυγό μου για ένα ρομαντικό δείπνο. Δίπλα μας, στο εστιατόριο, κάθισε μια οικογένεια: ο μπαμπάς, η μαμά και το 4 ετών κοριτσάκι τους. Ήταν αξιαγάπητη αλλά έκανε πολλή φασαρία. Όση εμπειρία κι αν είχα ως νηπιαγωγός, συνειδητοποίησα πως δεν είχα την υπομονή που χρειαζόταν μ’ αυτό το παιδί. Οι σερβιτόροι την έβρισκαν χαρτωμένη, όμως εγώ όχι! Ήταν η νέμεσή μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να απολαύσω το κρασί και τα ζυμαρικά μου, αλλά αυτό το παιδί με τη φασαρία που έκανε, κατέστρεψε τη διάθεσή μου για μια ρομαντική βραδιά με τον άντρα μου.
Άρχισα να σκέφτομαι πώς μπορώ να την “ξελογιάσω”, για να την βγάλω έξω απ’ το εστιατόριο. Ίσως αν έβαζα μια κούκλα του Μίκι Μάους στην πόρτα; Αν της έλεγα ότι ο Άγιος Βασίλη την περίμενε στο πάρκιν; Γιατί οι γονείς πρέπει να παίρνουν μαζί τους τα παιδιά σε ένα εστιατόριο που δεν είναι για οικογένειες; Το είπα στον άντρα μου. Γιατί δεν μπορούν να πάνε σε μια οικογενειακή πιτσαρία ή σε μια αλυσίδα fast food;
Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα. Ποτέ.
Το μόνο που είχα κάνει στη ζωή μου ήταν να έχω ένα σκυλάκι και παρόλα αυτά κατέκρινα κάθε γονιό που πίστευα ότι έκανε λάθος, εκ του ασφαλούς. “Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό με το παιδί μου. Πες του να κάνει ησυχία και δείξ’ του ποιο είναι το σωστό. Προσπαθεί να τον κάνει να μην φωνάζει, αλλά έτσι το μόνο που καταφέρνει, είναι να τον κακομαθαίνει”, σκεφτόμουν ενώ έβλεπα μια μαμά να δίνει ένα γλειφιτζούρι στον γιο της, για να μην ουρλιάζει.
Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα. Ποτέ.
Μια φορά ο γονιός ενός εκ των μαθητών μου, μου είπε: “Ο μικρός θέλει να κοιμάται μαζί μας πού και πού. Βασικά, κάθε βράδυ για να είμαι ειλικρινής. Δεν μπορεί να ξεσυνηθίσει το κρεβάτι μας.”
Είναι στον παιδικό σταθμό, σκέφτηκα. Πρέπει να κόψετε επιτέλους τον ομφάλιο λώρο. Εξάλλου, πότε κάνει σεξ το ζευγάρι;
Δεν θα το κάνω ποτέ αυτό, σκέφτηκα.
Στην πραγματικότητα, μιλούσα ακόμα εκ του ασφαλούς, δεν είχα αλλάξει ποτέ πάνες και κατέκρινα (έστω και σιωπηλά) άλλους γονείς: είτε για θέματα που αφορούσαν τη διατροφή των παιδιών τους , είτε για τα ρούχα που τους έβαζαν. Προφανώς, νόμιζα ότι ήξερα πώς πραγματικά είναι να έχεις παιδιά.
Γι’ αυτό, στη γυναίκα στο σούπερ μάρκετ, στο ζευγάρι στο εστιατόριο, στη μαμά με το γλειφιτζούρι, στους γονείς που κοιμούνται μαζί με τα παιδιά τους και σε όλους όσους έκρινα για τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά τους, χρωστάω μια μεγάλη “συγγνώμη”.
Τέσσερα χρόνια μετά, βρέθηκα στο σούπερ μάρκετ με το δικό μου παιδί ντυμένο με ένα λεπτό φόρεμα μέσα στο καταχείμωνο. Φορούσε ένα ελαφρύ παλτό, αλλά όχι σκουφάκι. Όταν έβγαλα το πορτοφόλι μου από την τσάντα, για να πληρώσω στο ταμείο, μια κυρία μεγαλύτερης ηλικίας χάιδεψε το κεφαλάκι της κόρης μου και μου είπε: “Πρέπει να βάλει σκουφάκι”.
Εκείνη την ώρα χαμογέλασα, αλλά στην πραγματικότητα ήθελα να πνίξω αυτή τη γυναίκα και να της πω να πάει να φορέσει εκείνη σκουφάκι. Όμως, κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου, είπα ένα ξερό “Ναι” και πλήρωσα τον λογαριασμό.
Όπως καταλαβαίνετε, και το δικό μου παιδί, όπως πολλά ακόμα παιδιά, δεν θέλουν να ντύνονται βαριά, κάτι που δεν ήξερα μέχρι να γίνω μαμά και να κάνω καθημερινά καβγάδες, για να βάλει η κόρη μου το σκουφάκι της. Είχα απελπιστεί. Προσπάθησα να την πείσω να φορέσει το αγαπημένο της τζιν για να δεχτεί πιο εύκολα να βάλει το σκουφάκι, όμως τίποτα. Έπειτα από πολλά ουρλιαχτά, παραδόθηκα.
Τελικά, “ό,τι κοροϊδεύεις, το λούζεσαι”. Αυτό έχω καταλάβει.
Εγώ ποτέ δεν θα το’ κανα αυτό. Αλήθεια, ποτέ!
Τέσσερα χρόνια αφού είδα εκείνη την οικογένεια στο εστιατόριο, βρέθηκα και πάλι σε ένα ιταλικό εστιατόριο, εξαντλημένη από την πείνα και γεμάτη λαχτάρα να μιλήσω με έναν ενήλικα. Φυσικά, δεν είχα βοήθεια- κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει το παιδί μου, επομένως έκανα το αυτονόητο: πήρα μαζί μου τη δίχρονη κόρη μου. Και τι έκανε;
Σηκώθηκε, άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει δυνατά. Κανείς δεν της έδωσε σημασία (υποθέτω ότι δεν ήταν όλοι τόσο επικριτικοί όσο ήμουν εγώ), αλλά η κόρη μου άρχισε να “καρφώνει” με το βλέμμα της, κάθε θαμώνα του εστιατορίου ξεχωριστά, για να κάνει την εμφάνισή της πιο δραματική.
Το σύμπαν πραγματικά μου την “έφερε”!
Και η αλήθεια είναι ότι τον πρώτο ενάμισι χρόνο, άφηνα την κόρη μου να κοιμάται μαζί μου στο κρεβάτι. Γιατί; Γιατί ήμουν κουρασμένη. Όταν άρχισε να βγάζει δόντια, ήταν απαίσιο, και εγώ ήμουν δέσμια της φύσης.
Τώρα είναι 4 ετών και κάποιες φορές ακόμα την αφήνω να κοιμάται μαζί μου. Κυρίως τα σαββατοκύριακα ή όταν ξυπνάει νωρίς- τη μεγαλώνω μόνη μου και έτσι κάποιες φορές επιτρέπω στον εαυτό μου να χαλαρώσει. Κάποιες μέρες, την αφήνω να βλέπει παιδικά με τις ώρες στο κρεβάτι δίπλα μου, ενώ εγώ κοιμάμαι.
Προς τον γονιό που κατέκρινα: Μάντεψε ποιος κοιμάται με το παιδί του τώρα; Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μέρα που πήγα να αγοράσω σουτιέν με την κόρη μου κι εκείνη άρχισε να τα βάζει όλα στο κεφάλι της. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μέρα που ένα ζευγάρι μου είπε ότι η κόρη μου είναι πολύ χαριτωμένη και όταν της είπα να τους χαιρετίσει, εκείνη είπε θυμωμένα “όχι”!
Ή τη φορά που άρχισε να τραγουδάει μέσα σε ένα άλλο εστιατόριο. Την ίδια μέρα που αρνήθηκε να φορέσει (πάλι) το σκουφάκι της.
Και τώρα, πέντε χρόνια μετά, έβλεπα τον εαυτό μου. Ήθελα να της ψιθυρίσω στο αυτί “Θα το ζήσεις κι εσύ αυτό αγάπη μου. Απλώς θα περιμένεις.” Μια μέρα, η δίχρονη κόρη σου θα αποφασίσει ότι θέλει να γδυθεί στην καφετέρια που θα κάθεστε.
Και τότε, φυσικά, δεν θα σε κρίνω.»
Πηγή: popsugar.com