Δεν ξέρουμε, λοιπόν, για ‘σας, όμως εμείς θα δίναμε πολλά για να γίνουμε και πάλι παιδιά για μια έστω χρονιά. Πείτε μας μελό, πείτε μας γραφικούς, αλλά τ’ ομολογούμε με πολύ πάθος και περισσότερο φόβο: θέλουμε τη μαμά μας. Ειδικά, τώρα, στις γιορτές.
Γιατί, παλιά, που η μαμά μας έκανε κουμάντο εμείς ήμασταν ταυτόχρονα πρωταγωνιστές και θεατές στο έργο των γιορτών. Όλα γίνονταν για εμάς, σ’ όλα συμμετείχαμε αλλά από ευθύνες, μηδέν.
Γιατί δεν έπρεπε να σπάσουμε το κεφάλι μας για το τι θα μαγειρέψουμε. Έπρεπε μόνο να φάμε όσο άντεχε η κοιλιά μας και το σοβαρότερο πρόβλημά μας ως προς το οικογενειακό τραπέζι ήταν το πόσος χώρος θα μείνει στα στομάχια μας για το γλυκό.
Και γιατί το μεγαλύτερο, το σημαντικότερο έξοδο που είχαμε να κάνουμε ήταν στην πραγματικότητα μια επένδυση: τα λεφτά απ’ τα κάλαντα.
Γιατί, όταν ήμαστε μικροί, η μαμά κι ο μπαμπάς μας αγόραζαν δώρα, τα τύλιγαν τα έκρυβαν και τα έβαζαν κάτω απ’ το δέντρο. Γιατί σκηνοθετούσαν για χάρη μας την άφιξη του Άγιου Βασίλη και η καρδιά μας κόντευε να σπάσει από χαρά σε κάθε χαρτί περιτυλίγματος που σκίζαμε.
Και γιατί -ειλικρινά και πέρα από κάθε μεμψιμοιρία- δεν υπάρχει πια δώρο που να μπορεί να μας δώσει τόση χαρά.
Γιατί η άγρια χαρά του να σου δίνουν χαρτονόμισμα αντί για κέρμα στα κάλαντα, δεν συγκρίνεται με καμία αύξηση της ενήλικης εργασιακής ζωής.
Και γιατί κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, ξέραμε ότι κάποια θεία ή ξαδέρφη ή παππούς και γιαγιά έρχονται για επίσκεψη, φέρνοντας κάποιο δώρο.
Και γιατί, τότε, αν το δώρο ήταν «μάπα» (όπως ρούχα λόγου χάρη –αισθανόμαστε πάντα την ανάγκη να καταγγείλουμε αυτούς που αγοράζουν στα παιδιά ρούχα για δώρο!) μπορούσαμε άνετα να δείξουμε όλη μας τη δυσαρέσκεια, έναντι του ενήλικου, ψεύτικου μα ευγενικού «Ααααχ, είναι πολύ ωραίο!».
Πείτε μας εγωκεντρικούς, κατηγορήστε μας για αχαριστία, αλλά μας λείπει πολύ να είμαστε το κέντρο του κόσμου στις γιορτές. Να οργανώνονται βόλτες κι εκδρομές με πρώτο και κύριο κριτήριο τη δική μας καλοπέραση, να φιλοξενούνται φίλοι και ξαδέρφια σπίτι μας κι ας έπρεπε η μαμά να μαγειρεύει για έξι παιδιά, να μας παίρνουν αγκαλιά για να βάζουμε την κορυφή στο δέντρο και να τρώμε εμείς το τελευταίο κομμάτι απ’ το τέλειο, χριστουγεννιάτικο σοκολατένιο γλυκό.
Γιατί τότε νομίζαμε ότι όταν μεγαλώσουμε θα γίνουμε εκατομμυριούχοι και ότι θα κοιμόμαστε κάθε μέρα μετά τα μεσάνυχτα και ότι θα μένουμε σε ένα τεράστιο σπίτι που θα έχει χριστουγεννιάτικο δέντρο και μελομακάρονα όλο τον χρόνο.
Και, εν τέλει, μπορεί να πράγματα να μην κύλησαν ακριβώς όπως τα είχαμε υπολογίσει, μπορεί να μένουμε σε ένα μικρό σπίτι, να έχουμε ένα όχι και τόσο παχουλό πορτοφόλι, να γίναμε λίγο περισσότερο Σταχτοπούτες παρά Πριγκίπισσες και να ευχόμαστε να μπορούσαμε να κοιμόμαστε κάθε μέρα απ’ τις 9, αλλά... δεν είναι και τόσο άσχημα!
Απλά, καμιά φορά, νοσταλγούμε τις εποχές που η μαμά μας φρόντιζε για όλα.
Και που –μυστηριωδώς!- κερδίζαμε το φλουρί για πέντε χρόνια σερί.