Καταρχάς, ανατρέχουμε στα δικά μας παιδικά χρόνια. Οι περισσότεροι μπορούμε να ανασύρουμε αντίστοιχες μνήμες: Η μαμά μας είχε μια φίλη και αυτή είχε ένα παιδί με το οποίο μας υποχρέωναν είτε να παίζουμε παρέα είτε να πηγαίνουμε διακοπές μαζί, όσο κι αν εμείς επαναστατούσαμε για το αντίθετο. Είχαμε δίκιο; Πιθανώς. Μπορεί να μην είχαμε τίποτα κοινό με εκείνο το παιδί, μπορεί να μην έπαιζε όμορφα, δίκαια, να μη μας φερόταν σωστά. Τι έκανε τότε η μαμά μας; Τις περισσότερες φορές μας ανάγκαζε να υποστούμε την παρουσία του, γιατί ήθελε κι εκείνη να δει την φίλη της. Και έκανε πολύ καλά.
Πώς μπορούμε, όμως, να κάνουμε την διαδικασία αυτή για το παιδί μας λίγο πιο εύκολη και πιθανώς να την εκμεταλλευτούμε, ώστε να πάρει και μερικά σημαντικά μαθήματα ζωής;
Καταρχάς, ας ακούσουμε τι έχει να πει το παιδί.
Είναι βασικό, πριν κάνουμε οποιαδήποτε άστοχη και βαρύγδουπη δήλωση του στιλ «θα κάνεις αυτό που λέω», να ακούσουμε το παιδί μας και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους έχει απορρίψει τον φίλο (είτε τον δικό του είτε τον δικό μας). Αν το παιδί μας δεχτεί να μας εξηγήσει, μπορεί να μας εκπλήξουν οι λόγοι της άρνησής του, ενώ σίγουρα θα μας θυμίσουν ότι, όσο μικρό κι αν είναι, έχει κι αυτό συναισθήματα που οφείλουμε να σεβαστούμε.
Μπορεί, λοιπόν, να απορρίπτει το παιδί μιας φίλης μας γιατί νιώθει να υποτιμάται από αυτό, ίσως νιώθει ότι το άλλο παιδί είναι πιο «προχωρημένο» και το δικό μας δυσκολεύεται να ακολουθήσει, ίσως απλά το βαριέται. Μπορεί, από την άλλη, να μη θέλει κάποια δική μας φίλη γιατί νιώθει ότι «μας παίρνει» από αυτό, ότι εξαιτίας της δεν δίνουμε σημασία στο παιδί κάθε φορά που την συναντάμε, μπορεί ακόμα να μην καταλαβαίνει το χιούμορ της, όταν του λέει κάτι για να το «πειράξει» ή απλά να μην του αρέσει το ύφος της.
Στη συνέχεια θα πρέπει να συζητήσουμε με το παιδί για να καταλάβουμε καλύτερα αν οι λόγοι τις απόρριψης είναι βάσιμοι ή αν πρόκειται για κάποιο πείσμα ή παραξενιά. Τα ζητήματα που πρέπει να λάβουμε υπ’όψιν είναι δύο: αφενός ότι το παιδί μας έχει δικαίωμα να μην κάνει παρέα με κάποια άτομα αν -για τους δικούς του λόγους- δεν τα συμπαθεί, αφετέρου ότι σε κάποιες περιπτώσεις (και για όσο τουλάχιστον είναι μικρό και άμεσα εξαρτημένο από εμάς) θα χρειαστεί να κάνει υποχωρήσεις και να αποδέχεται κάποιες καταστάσεις που εμείς επιβάλλουμε.
Στη συνέχεια, ας του εξηγήσουμε.
Αφού ακούσουμε όσα έχει να μας πει και ζυγίσουμε αν η άποψή του έχει κάποια βάση ή είναι εντελώς επιφανειακή, έχει σημασία να εξηγήσουμε στο παιδί κάποια πράγματα αναφορικά με την ευγένεια, τη γενναιοδωρία και την αξία της φιλίας στη ζωή μας.
Μπορούμε, λοιπόν, να προτείνουμε στο παιδί μας να δώσει μία ευκαιρία στο άλλο παιδί, γιατί μπορεί τελικά να ανακαλύψει πτυχές του χαρακτήρα του που του ταιριάζουν και ενδιαφέροντα που ενδεχομένως έχει, τα οποία τελικά μπορεί να αρέσουν και στο ίδιο. Εφόσον έχουμε και εμείς κρίνει ότι το άλλο παιδί έχει ορισμένα χαρίσματα και ότι, τέλος πάντων, δεν βλάπτει με κάποιον τρόπο το παιδί μας, μπορούμε να το βοηθήσουμε να ανοιχτεί. Να του δείξουμε πώς να είναι ευγενικό, να του προτείνουμε ορισμένα παιχνίδια με τα οποία μπορεί και οι δύο να περάσουν καλά. Ας σκεφτούμε πόσες φορές κι εμείς είχαμε σχηματίσει μία κακή πρώτη εικόνα για κάποιον, αλλά όταν χρειάστηκε να τον γνωρίσουμε καλύτερα (επειδή π.χ. καθόταν στο διπλανό γραφείο από το δικό μας), συνειδητοποιήσαμε ότι τελικά δεν είναι τόσο κακός.
Μάλιστα, χρήσιμο θα ήταν να μιλήσουμε στο παιδί μας για μία τέτοια εμπειρία που ενδεχομένως να είχαμε και εμείς ως παιδιά. Π.χ. για κάποια συμμαθήτρια, που ενώ στην αρχή μας είχε φανεί εντελώς αλλόκοτη, τελικά κατέληξε να γίνει καλή μας φίλη. Το μυστικό ήταν να της δώσουμε λίγο χρόνο, ώστε να της ανοιχτούμε και να μας ανοιχτεί, να τη γνωρίσουμε λίγο καλύτερα και να δούμε πώς μπορούμε «να τα βρούμε» υπό τις δεδομένες συνθήκες. Εξάλλου, το παιδί χρειάζεται μεγαλώνοντας να εξοικειώνεται με ανθρώπους διαφορετικούς από το ίδιο, προκειμένου να εξασκεί τις επικοινωνιακές του δεξιότητες και να μαθαίνει να διαχειρίζεται καταστάσεις στις οποίες μπορεί αρχικά να αισθάνεται άβολα. Η ζωή, όμως, δεν μας τα φέρνει πάντα εύκολα.
Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να μάθει να λειτουργεί και με τους δικούς μας φίλους. Εδώ, ωστόσο, χρειάζεται να εξηγήσουμε στο παιδί μας καλύτερα την έννοια της δικής μας φιλίας μαζί τους. Το παιδί πρέπει να καταλάβει ότι έχουμε συγκεκριμένους λόγους που έχουμε επιλέξει το άτομο αυτό για φίλο μας: Γιατί μοιραζόμαστε κοινό παρελθόν και αναμνήσεις, γιατί με την πάροδο των ετών απέδειξε την αγάπη του για εμάς και την οικογένειά μας ακόμα κι αν το παιδί δεν το βλέπει, γιατί το εμπιστευόμαστε και επειδή τέλος πάντων περνάμε καλά μαζί του. Μπορούμε να εξηγήσουμε τις αξίες που έχουμε αναγνωρίσει στο άτομο αυτό και να τις περιγράψουμε στο παιδί, το οποίο είναι πολύ πιθανό έπειτα από αυτή την κουβέντα να καταλάβει και να αλλάξει στάση.
Και αν, τελικά, το παιδί είναι ανυποχώρητο…
Αν, όμως, το παιδί δεν δέχεται επ’ουδενί να κάνει παρέα με τους φίλους μας, θα πρέπει και εμείς να πάρουμε πιο ριζικές αποφάσεις. Αν πρόκειται για δική μας φίλη, μπορούμε να συμφωνήσουμε με το παιδί ότι κάποιες φορές θα την συναντάμε χωρίς εκείνο να είναι παρόν, αλλά στις υπόλοιπες κοινές συναντήσεις μας απαιτούμε από εκείνο να είναι ευγενικό μαζί της, όπως είμαστε και εμείς ευγενικοί με τους δικούς του φίλους. Αν εμείς είμαστε σαφείς και ανυποχώρητοι για τη σχέση μας με το άτομο αυτό -η οποία, τελικά, αφορά εμάς και όχι το παιδί- το πιθανότερο είναι ότι και εκείνο κάποια στιγμή θα τη σεβαστεί.
Αν πρόκειται για το παιδί κάποιας φίλης μας, εδώ η θέση μας είναι λίγο πιο δύσκολη. Μία σκέψη θα ήταν να δοκιμάσουμε να μιλήσουμε στη φίλη μας για τα συναισθήματα του παιδιού μας -ειδικά αν και το δικό της παιδί νιώθει έτσι- και, αν πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο, να αναζητήσουμε από κοινού μια λύση για να τους «τα βρούμε». Αν, όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι ίσως το παιδί μας έχει βάσιμους λόγους να μη θέλει να κάνει παρέα με το συγκεκριμένο παιδί, ίσως θα πρέπει να αποφύγουμε μία τέτοια συζήτηση που μπορεί και να πληγώσει την άλλη μαμά. Μία λύση, λοιπόν, θα ήταν απλά να αποφύγουμε ευγενικά κάποιες συναντήσεις με τους συγκεκριμένους φίλους και ίσως να προγραμματίσουμε άλλες, με την παρουσία τρίτων φίλων, ώστε να συγκεντρωθούν περισσότερα παιδιά που θα παίξουν πιο ευχάριστα μαζί.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά, όσο είναι ακόμα μικρά, αλλάζουν πολύ συχνά γνώμη για τα πάντα –πόσο μάλλον για το ποιους συμπαθούν και ποιους όχι. Θα ήταν επιπόλαιο, λοιπόν, να διακόψουμε τη φιλία μας με κάποιους ανθρώπους, τους οποίους έναν μήνα μετά το παιδί μας μπορεί να αποζητά. Και ας μην ξεχνάμε ότι το παιδί, όσο σίγουρο κι αν δείχνει στις απόψεις του, δεν παύει να έχει την ανάγκη της δικής μας καθοδήγησης και του δικού μας πλαισίου, μέσα στο οποίο θα ανθίσει με πραγματική αυτοπεποίθηση.
Εξάλλου, ένα καλό μάθημα που θα πάρει το παιδί από όλη αυτή τη διαδικασία είναι ότι αυτές είναι οι ανθρώπινες σχέσεις: Αλλάζουν, εξελίσσονται, αρχίζουν και τελειώνουν, και όλοι μαθαίνουμε καθημερινά να τις διαχειριζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε. Το παιδί ακόμα πειραματίζεται σε ζητήματα φιλίας και σχέσεων. Εμείς, όμως, όχι. Και οι πραγματικοί φίλοι είναι λίγοι και πολύτιμοι. Δεν αξίζει να τους ρισκάρουμε επειδή το παιδί έχει μια κακή μέρα (ή περνά έναν κακό μήνα). Μια μέρα θα αποκτήσει τους δικούς του φίλους και θα καταλάβει.