Το πώς καταφέρνουν όλοι αυτοί οι γονείς να ανταποκριθούν σε ένα τόσο μεγάλο έξοδο, είναι ένα ερώτημα που δεν θα εξετάσουμε εδώ. Σίγουρα υπάρχουν ακόμα πολλοί καλά αμειβόμενοι 40αρηδες και 50αρηδες και ακόμα πιο σίγουρα υπάρχουν πολλοί παππούδες που είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν την σύνταξή τους για τη μόρφωση του παιδιού. Εξάλλου, ποιος γονιός δεν θα ήθελε το παιδί του να βρίσκεται καθημερινά σε ένα σχολείο όπως-θα-έπρεπε-να-είναι-όλα-τα-σχολεία;
Εγώ πάντως αρχικά το ήθελα. Έχοντας πάει σε ιδιωτικό σχολείο, ο άντρας μου και εγώ, θεωρούσαμε αυτονόητο ότι το ίδιο θα κάναμε και για το παιδί μας. Χωρίς, φυσικά, να είμαστε υψηλά αμειβόμενοι, θα στριμωχνόμασταν κάπως οικονομικά και θα προσπαθούσαμε να βρούμε ένα «καλό» σχολείο για τη μικρή μας, με δίδακτρα στα οποία να μπορούμε να ανταποκριθούμε. Μετά ήρθε το δεύτερο παιδί μας και, αφού τα βάλαμε κάτω και είδαμε ότι τα… κουκιά δεν θα έβγαιναν, το όνειρο του ιδιωτικού σχολείου εξανεμίστηκε. Και δεν μας πείραξε καθόλου.
Βασισμένη στη δική μου εμπειρία, και αφού το συζήτησα με αμέτρητους γονείς, κάποιοι που στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό και κάποιοι σε δημόσιο σχολείο, κατέληξα στα εξής:
Τι πραγματικά προσφέρει ένα ιδιωτικό σχολείο στο παιδί; Αναμφίβολα προσφέρει αξιοπρεπείς εγκαταστάσεις, καθαρούς χώρους, περιποιημένες αυλές και γήπεδα, πληθώρα υλικών. Προσφέρει μια σχετική ασφάλεια: Όταν η πόρτα του σχολείου κλείνει, είναι σχεδόν αδύνατο να μπει και να βγει κανείς χωρίς έλεγχο. Είναι, επίσης, απίθανο να κάνει κοπάνα ένα παιδί (αλλά όχι αδύνατο), ενώ σίγουρα δεν χάνονται ποτέ μαθήματα εξαιτίας απεργιών και καταλήψεων.
Οι εκπαιδευτικοί «ελέγχονται» περισσότερο σε ένα ιδιωτικό σχολείο –καλώς ή κακώς όταν ένας γονιός πληρώνει, έχει έναν λόγο παραπάνω στη διοίκηση. Και όταν ένας εκπαιδευτικός δεν αρέσει (δίκαια ή άδικα), το πιθανότερο είναι ότι την επόμενη χρονιά θα χρειαστεί να αναζητήσει αλλού δουλειά. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών σχολείων είναι πάντα καλύτεροι από αυτούς των δημόσιων.
Το ιδιωτικό σχολείο εξυπηρετεί τους γονείς που εργάζονται, γιατί «κρατάει» τα παιδιά περισσότερες ώρες, απασχολώντας τα -κατά κανόνα- δημιουργικά. Τέλος, αλλά όχι με μικρότερη σημασία, στο ιδιωτικό σχολείο το παιδί συναναστρέφεται μία συγκεκριμένη κατηγορία παιδιών: Όσων ανήκουν σε ένα οικονομικό στάτους και πάνω, όσων μιλούν αποκλειστικά ελληνικά (ή έστω ελληνικά και κάποια άλλη «δυτική» γλώσσα), όσων, τέλος πάντων, οι γονείς έχουν καταφέρει να τα βρουν (ή να τα κάνουν) λίγο πιο εύκολα στη ζωή τους. Τα παιδιά αυτά -και ποντάρουν πολλοί γονείς σε αυτό- θα γίνουν οι μελλοντικοί κολλητοί των δικών τους, ενισχύοντας ο ένας το κοινωνικό στάτους του άλλου και -πιθανώς αργότερα- την προσωπική του εξέλιξη και επαγγελματική του πορεία. (Ας μη γελιόμαστε –και εγώ τον άντρα μου στο -ιδιωτικό- σχολείο τον γνώρισα).
Δεν είναι και λίγα όλα τα παραπάνω, έτσι δεν είναι; Θέλετε τώρα να υπολογίσουμε τι ΔΕΝ προσφέρει συνήθως το ιδιωτικό σχολείο;
Συνείδηση του πραγματικού κόσμου. Εκτός κι αν ένας γονιός είναι τόσο καλά τακτοποιημένος, ώστε να έχει εξασφαλισμένο το ακαδημαϊκό και επαγγελματικό μέλλον του παιδιού του (π.χ. τελειώνει το ιδιωτικό, φεύγει για σπουδές στην Αγγλία, επιστρέφει ως αντιπρόεδρος στην επιχείρηση του μπαμπά), τα παιδιά των υπόλοιπων κοινών θνητών θα χρειαστεί να προετοιμαστούν για ένα μεγάλο χαστούκι όταν θα έρθει η ώρα να γνωρίσουν το οτιδήποτε δημόσιο. Θυμάμαι πόσο με κορόιδευαν οι συμφοιτήτριές μου στο Πανεπιστήμιο, επειδή είχα σοκαριστεί που στις τουαλέτες δεν υπήρχε χαρτί ή σαπούνι. Θυμάμαι, ακόμα, πόσο περίεργο μου είχε φανεί που στο Πανεπιστήμιο έπρεπε να τα κάνω όλα εγώ: να κρατάω σημειώσεις στα μαθήματα, να βγάζω φωτοτυπίες, να τρέχω στη γραμματεία για να ενημερώνομαι για το κάθε τι… Ήταν στο χέρι μου το αν θα περνούσα ή όχι τα μαθήματα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα αν μία καθηγήτρια ήταν ψυχρή και απρόσωπη και, τέλος πάντων, τίποτα δεν μου δινόταν έτοιμο –όπως είχα μάθει.
Απαλλαγή από φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Συμβαίνει, δυστυχώς, τα παιδιά των ιδιωτικών να κάνουν εξίσου πολλά εξωσχολικά μαθήματα και μάλιστα από ακόμα μικρότερη ηλικία (ήδη από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού), καθώς η βαθμοθηρία και η ανταγωνιστικότητα είναι μεγαλύτερη από ό,τι ανάμεσα στα παιδιά του δημόσιου.
Βέβαιη επιτυχία. Οι πρώτοι των πρώτων στις Πανελλήνιες κάθε χρόνο προέρχονται κατά κανόνα από δημόσια σχολεία –και μάλιστα της επαρχίας. Σαφώς και οι άξιοι απόφοιτοι ιδιωτικών μπαίνουν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, ενώ εξίσου πολλοί φεύγουν απευθείας για σπουδές στο εξωτερικό. Καμία σοβαρή στατιστική μελέτη δεν έχει δημοσιευτεί, πάντως, που να αποδεικνύει ότι τα παιδιά των ιδιωτικών έχουν υψηλότερο μαθησιακό επίπεδο από αυτό των δημοσίων. Ξέρουμε όλοι καλά πως ένα παιδί που θέλει να πετύχει θα τα καταφέρει οπουδήποτε. Όπως, επίσης, και ότι στην αγορά εργασίας, αργότερα -στην όποια αγορά εργασίας έχει απομείνει όταν θα έρθει η ώρα να βρεθούν τα δικά μας παιδιά εκεί- όλοι, τελικά έχουν τις ίδιες ευκαιρίες.
Με λίγα λόγια, όπως πολύ σωστά μου είπε και μία αγαπημένη δασκάλα δημόσιου Δημοτικού σχολείου, αν ο γονιός φροντίσει για την κοινωνική μόρφωση και παιδεία του παιδιού του, φέρνοντάς το σε επαφή με πολιτιστικά δρώμενα, με το περιβάλλον, με δράσεις αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο και αν μπορεί να του προσφέρει και μερικές εμπειρίες ζωής, με μια εκδρομή ή ένα ταξίδι, το παιδί και στο δημόσιο σχολείο μπορεί να προοδεύσει και επαρκέστατα έχει εφοδιαστεί για το μέλλον του.
Από το να μεμψιμοιρούμε, λοιπόν, που εμείς, ως γονείς, δεν καταφέραμε (το γιατί είναι άλλη μεγάλη συζήτηση) ή δεν επιλέξαμε να παρέχουμε στο παιδί μας ένα σχολείο με πισίνα και ολοκαίνουργιους υπολογιστές, δεν είναι προτιμότερο να «οργανωθούμε» στους Συλλόγους Γονέων και να φροντίσουμε να κάνουμε το δημόσιο σχολείο όσο καλύτερο γίνεται; Δεν είναι προτιμότερο να μάθουμε στο παιδί μας πως αν θες να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη πρέπει να προσπαθήσεις γι’αυτό; Και πως δεν χρειάζεται πάντα να έχεις πολλά λεφτά για να το καταφέρεις!