Τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων...

Τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων...

Όταν είμασταν παιδιά τα καλοκαίρια μας ξεκινούσαν πάντα με το επίσημο τέλος της σχολικής χρονιάς και το ανεπίσημο μπουγέλο στο προαύλιο του σχολείου υπό την ανοχή των δασκάλων μας που, μάλλον, είχαν μπει κι εκείνοι σε “κατάσταση” διακοπών. Ήταν η πρώτη μέρα της ξεγνοιασιάς και περνούσε πάντα με πολύ παιχνίδι, στο σπίτι, στην αυλή, στη γειτονιά, στην πλατεία και όπου μαζεύονταν τα πιο πολλά παιδιά. Παιχνίδι που νοιώθαμε ότι δεν θα τελειώσει ποτέ αφού είχαμε μπροστά μας τρεις ολόκληρους μήνες διακοπών.

Κρατούσαν πολύ και τέλειωναν γρήγορα

Ίσως τώρα μας φαίνεται εξωπραγματικό, αλλά εκείνα τα καλοκαίρια ήταν εξαιρετικά μεγάλα κι ας μην τα χορταίναμε ποτέ. Και κάποιες φορές είχαν απ’ όλα μέσα: ΚΑΙ ανέμελες βόλτες στην πόλη για ψώνια και παγωτό ΚΑΙ εκδρομές στο βουνό ή στο χωριό των παππούδων ΚΑΙ διακοπές στη θάλασσα. Συχνά-πυκνά δε, ΚΑΙ ελεύθερο κάμπινγκ σε κάποια πευκόφυτη γωνιά της ελληνικής ακτογραμμής, που ήταν ακόμη οικογενειακή υπόθεση και όχι φετίχ ενός εργένικου νεαρόκοσμου που ψάχνει να ξεφύγει από κάτι… από τι άραγε;

Ήταν αληθινά ξέγνοιαστα

Σήμερα ακούγεται μάλλον αφελές, αλλά εκείνα τα χρόνια κανείς δεn σκεφτόταν το επαγγελματικό του μέλλον πριν περάσει το κατώφλι της 2ας λυκείου κι αποφασίσει ποια “δέσμη” του ταιριάζει περισσότερο -και ακόμη και τότε… όχι και τόσο. Το παιχνίδι ήταν παιχνίδι, τα εξωσχολικά μαθήματα ξεκινούσαν μετά τα σχολεία κι σταματούσαν πριν, οι κατασκηνώσεις γέμιζαν από παιδιά που μάθαιναν να περνούν το χρόνο τους στη φύση δημιουργικά, να φτιάχνουν πράγματα με τα χέρια τους, να παίζουν ομαδικά παιχνίδια και να συμβιώνουν αρμονικά (λέμε, τώρα) με τους καινούργιους τους φίλους.

Οι γονείς ξεκουράζονταν κι εκείνοι, ψυχολογικά κυρίως, χωρίς να σκέφτονται τι έξτρα εφόδια πρέπει να παρέχουν στο παιδί καλοκαιριάτικα για να έχει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα “μεθαύριο που θα βγει στην αγορά εργασίας”. Όσα παιδιά, πάλι, είχαν την τύχη να πηγαίνουν στο χωριό, απολάμβαναν και το έξτρα “ντάντεμα” των παππούδων που κέρδιζαν χρόνια ζωής κάθε που έπαιρναν αγκαλιά τα εγγόνια τους. Win, win, win.

Είχαν διακριτές γεύσεις κι έντονα αρώματα

Αν και η στροφή της τελευταίας δεκαετίας στα τοπικά προϊόντα και στην πιο προσεγμένη διατροφή, έβαλε ξανά στο σπίτι μας γεύσεις και αρώματα που είχαν ατονήσει σε βαθμό αποκαρδιωτικό, δεν είναι μακριά οι εποχές που, το καλοκαίρι τουλάχιστον, ότι τρώγαμε ήταν απευθείας απ’ την “πηγή”.

Είτε είμασταν στο χωριό κι ο μπαξές του παππού έβγαζε απ’ όλα τα καλά είτε με τους γονείς σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, όπου κάθε-μέρα περνούσε ο τοπικός μανάβης με τα δικά του προϊόντα κι ο φούρνος της γειτονιάς μπούκωνε κάθε μεσημέρι από λαμαρίνες με γεμιστά, παπουτσάκια και μπριάμ για τις οικογένειες των παραθεριστών, το φαγητό μύριζε σα φαγητό και τα φρούτα ήταν πιο λαχταριστά κι από παγωτό μηχανής ανάμικτο (και καλά).

Δεν είχαν δείκτη προστασίας

Σήμερα δεν περνά καλοκαιρινή μέρα χωρίς αντηλιακό και καλοκαιρινή νύχτα χωρίς εντομοαπωθητικό, όχι μόνο για εμάς, αλλά κυρίως για τα παιδιά μας που θέλουμε να είναι γερά και ασφαλή. Όταν είμασταν εμείς παιδιά, βέβαια, ο Σεπτέμβρης μας έβρισκε κατάμαυρους να ξεφλουδιζόμαστε μόνοι μας και τα κουνούπια έκαναν πάρτι κάθε βράδυ στο δέρμα μας που μύριζε θάλασσα και άμμο. Στην παραλία μπορούσαμε να κάτσουμε όλη μέρα και στο νερό μέχρι να μουλιάσουν τα δάχτυλά μας, ενώ για παγωτό πηγαίναμε με το μαγιό και ξυπόλυτοι. Το αυτοκίνητο έκαιγε μέχρι να το δροσίσει ο αέρας απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα, το καρπούζι πάγωνε μέσα στη θάλασσα, τα σταφύλια τρωγόταν απευθείας απ’ το κλήμα της αυλής, όπως και τα κορόμηλα -που σκαρφαλώναμε σαν μικροί ταρζάν για να κόψουμε λαθραία- ενώ οι τεράστιες ακρίδες πιάνονταν με το χέρι και τα γόνατα ήταν διαρκώς ματωμένα απ’ τις τούμπες.

Έχουν περάσει χωρίς επιστροφή

Η αλήθεια είναι ότι με τη νοσταλγία έρχεται και ο εξωραϊσμός, οι αναμνήσεις τείνουν να ομορφαίνουν με το χρόνο και οι εποχές αλλάζουν με τρόπο που καθιστά κάποιες πραγματικότητες μη-αναστρέψιμες. Μοιραία, λοιπόν, πολλά από εκείνα τα “σπίτια στο χωριό” έχουν ρημάξει, πολλές από εκείνες τις ανόθευτες παραλίες έχουν πήξει στους περιστασιακούς εκδρομείς, πολλές από τις καλοκαιρινές παρέες σκόρπισαν τελείως και πολλές από εκείνες τις εικόνες αναπαράγονται με τρόπο που τις κάνει να μοιάζουν επινοημένες, ενώ τα καλοκαίρια μας έχουν συρρικνωθεί σε βαθμό που είναι πια αγνώριστα για εμάς και εντελώς διαφορετικά για τα παιδιά μας. Η ουσία, βέβαια, μένει αναλλοίωτη στο χρόνο κι είναι εκείνη που έκανε τα καλοκαίρια μας τόσο αξιομνημόνευτα και τα κλισέ τους πραγματικά αειθαλή…

Οι “διακοπές” ήταν διακοπές, ένα τεράστιο διάλειμμα απ’ όλα, μα όλα τα υπόλοιπα και μια γλυκιά επιστροφή σε πρόσωπα κι εμπειρίες οικείες, χωρίς τον ψυχαναγκασμό μιας βαρύγδουπης φυγής ή της δημιουργίας ντε και καλά “αναμνήσεων” που την πιστοποιούν μέχρι να έρθει η επόμενη.

v