«Την πρώτη φορά που άκουσα κάποιον να με αποκαλεί “όρνιο”, ήμουν μόλις 12 και ήξερα ότι μιλούσε σε μένα. Με το “κοινό” του να παρακολουθεί, ο Γουόλτερ άρχισε να κουνά τα χέρια του με μανία πάνω-κάτω, βγάζοντας δυνατές άναρθρες κραυγές, σα να ήταν αρπακτικό. Τα φιλαράκια του ήξεραν τι εννοούσε και γελούσαν, εκείνος όμως δεν παρέλειψε να διευκρινίσει προς τι η μίμηση: “την είπα έτσι γιατί είναι κακάσχημη κι έχει μυτόγκα”, τους είπε καθώς απομακρύνονταν.
Όντως, η μύτη μου προεξείχε αρκετά απ’ το πρόσωπό μου και το σώμα μου ολόκληρο ήταν, εκείνο το καλοκαίρι, μια τεράστια εφηβική απογοήτευση. Το μαλλί μου έμοιαζε στην αφή σαν σύρμα για τα πιάτα και μόλις έπιανε λίγο υγρασία, φούσκωνε προς κάθε κατεύθυνση σαν αφάνα. Ήμουν ψηλότερη απ’ όλους στο τετράγωνό μου (ακόμη και από μερικούς κοντούς ενήλικες) και έχανα τον έλεγχο των ποδιών μου με αποτέλεσμα να σκοντάφτω συνεχώς.
Η εφηβεία δεν είχε κατακεραυνώσει τον Γουόλτερ όπως είχε κάνει με μένα. Ήταν αθλητικός και ξανθός, με απόλυτα συμμετρικό πρόσωπο. Ήταν ο βασιλιάς της γειτονιάς μας και ό,τι και να έλεγε προκαλούσε την συγκατάνευση και το γέλιο. Η ταπείνωσή μου δεν έμοιαζε να τον επηρεάζει στο ελάχιστο. Το αντίθετο, μάλιστα, τις λίγες φορές που με έκανε να κλάψω, το χάρηκε ακόμη πιο πολύ. Δύο φορές με έφτυσε κιόλας, αλλά χωρίς να βρει στόχο.
Εκείνα τα καλοκαίρια, δεν υπήρχε ούτε γωνιά όπου να είμαι ασφαλής. Αν δεν έβρεχε, τα παιδιά έπαιζαν έξω όλη την ημέρα και σε μια ακτίνα τριών τετραγώνων απ’ το σπίτι σου, μπορεί να συναντούσες και 50 παιδιά.
Κάθε βράδυ, στο δείπνο, οι γονείς μου ρωτούσαν πώς πέρασα τη μέρα μου, αλλά ποτέ δεν ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες. Λες και όλοι οι γονείς της περιοχής είχαν υπογράψει το ίδιο μανιφέστο: Υπήρξαν αρκετά διορατικοί, ώστε να αγοράσουν σπίτι στην εξοχή, μακριά απ’ τους κακόφημους δρόμους, όπου είχαν μεγαλώσει εκείνοι. Απ’ τη στιγμή που σου παρείχαν πράσινο, καθαρό αέρα και καλό σχολείο είχαν κάνει το χρέος τους και τα υπόλοιπα ήταν στο χέρι σου. Το μόνο που είχες να κάνεις όλο το καλοκαίρι ήταν να περάσεις καλά.
Όταν ήταν μικρή, η μητέρα μου είχε βιώσει τον αγώνα της οικογένειάς της να σταθεί όρθια στη Μεγάλη Ύφεση και οι ιστορίες για τις μέρες που τρέφονταν με πλιγούρι από βρώμη της περίσσευαν. Όποτε η γιαγιά μου κατάφερνε να φτιάξει λίγο παραπάνω φαγητό, έβαζε τη μάνα μου να πάει λίγο στην οικογένεια από πάνω. Η διαδικασία, όμως, δεν της άρεσε καθόλου γιατί όταν η γυναίκα άνοιγε την πόρτα, χαμήλωνε το βλέμμα και αναστέναζε. Έπαιρνε το φαγητό επειδή τα παιδιά της πεινούσαν, αλλά δεν είχε κουράγιο να πει “ευχαριστώ”. Το πλιγούρι σήμαινε ελεημοσύνη και οι άνθρωποι που εργάζονταν τόσο σκληρά δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι τη χρειάζονται.
Όσο τη θυμάμαι, η μητέρα μου πάλευε με τις σκοτεινές της σκέψεις ότι, μια μέρα, θα χάναμε ό,τι είχαμε. Ο Γουόλτερ ήταν μικροπράγματα μπροστά στο φάντασμα της βρώμης που διαρκώς επέστρεφε.
Ο πατέρας μου πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μέην. Με το θάνατο της μητέρας του, όταν ήταν ακόμη τριών, ο πατέρας του έφυγε για να βρει δουλειά. Εκείνος έγινε μπαλάκι μεταξύ συγγενών που τον φρόντιζαν όσο μπορούσε ο καθένας. Ο τόπος του ήταν μια κλειστή κοινότητα Γάλλων εργατών, που δούλευαν στις κλωστοϋφαντουργίες και δεν μιλούσαν καν αγγλικά. Όταν έγινε 11, τον έστειλαν στο Μανχάταν, στον πατέρα του, έναν άνθρωπο τον οποίο μόλις που γνώριζε και που αρνούνταν να του μιλά στα γαλλικά. Καινούργιος πατέρας, καινούργια πόλη, καινούργια γλώσσα και όλα μονομιάς. Ποιος Γουόλτερ, τώρα; Είμαστε σοβαροί;
Οι γονείς μου με άκουγαν πάντα, αλλά η συνήθης πρακτική τους ν’ αλλάζουν θέμα ήταν σημάδι ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το δράμα μου. Η μόνιμη συμβουλή τους ήταν καλοπροαίρετη και πρακτική, αλλά η απλοϊκότητά της με εξόργιζε: “Η ζωή, μερικές φορές, είναι σκληρή. Να είσαι καλός άνθρωπος και να κάνεις το σωστό.”
Πριν από λίγα χρόνια, ήμουν σε μια κηδεία στη Μασαπέκα, όταν είδα τον Γουόλτερ. Δεν ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσω, έτσι όπως παρέμενε όμορφος με τα ελαφρώς γκριζαρισμένα ξανθά μαλλιά του. Είχα πληροφορηθεί τι έκανε όλ’ αυτά τα χρόνια. Πέρασε αρκετές δυσκολίες και ίσως αυτός να ‘ταν ο λόγος που ήταν τόσο σκληρός ως παιδί. Η φήμη του σκληρού ανθρώπου τον ακολουθεί μέχρι σήμερα (“η ζωή, μερικές φορές, είναι σκληρή”).
Παρατηρώντας τον, ένιωσα λίγο σα να έχω πάρει την εκδίκησή μου, λες και κρατούσα σκορ και κάποιος μόλις ανακοίνωσε ότι κέρδισα. Συνειδητοποίησα, όμως, ότι δεν υπήρχε κάτι να κερδίσω. Και ότι αυτό που ένιωθα ήταν μια συμπόνια που δεν περίμενα να νιώσω ποτέ (“να είσαι καλός άνθρωπος”).
Με είδε κι εκείνος, με αναγνώρισε και μου χαμογέλασε. Τα είπαμε λιγάκι για την παλιά μας γειτονιά. Αν πίστευα, έστω και λίγο, ότι θυμόταν πως μου είχε συμπεριφερθεί κάποτε, θα το ανέφερα για να δω πώς ακριβώς το ‘χει εκείνος στη μνήμη του. Αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι το μόνο για το οποίο ήθελε να μιλήσει ήταν η δουλειά του, τα παιδιά του, το καινούργιο του αυτοκίνητο και η καινούργια του γυναίκα. Κι ίσως ήταν εκείνη τη στιγμή που κατάλαβα ότι η συμβουλή των γονιών μου είχε πιάσει τόπο (“να κάνεις το σωστό”). Γιατί θυμήθηκα ότι στα 12 μου δεν ήθελα να φέρομαι στους ανθρώπους όπως ο Γουόλτερ.
Δεν ήθελα να γίνω ποτέ σαν εκείνον.
Και δεν έγινα.»
Πηγή: huffingtonpost.com